Έναν μήνα μετά την 21η Μάη και λίγο πριν το βράδυ της 25η Ιούνη: Σημειώσεις για τα νέα καθήκοντα που ανοίγονται μπροστά μας…

1)

“Ν’ αποφασίζεις μια φορά σε κάμποσα χρόνια ποιο μέλος της κυρίαρχης τάξης θα τσαλαπατά, θα καταπνίγει το λαό στη βουλή – να ποια είναι η αληθινή ουσία του αστικού κοινοβουλευτισμού όχι μόνο στις κοινοβουλευτικές – συνταγματικές μοναρχίες, αλλά και στα πιο δημοκρατικά πολιτεύματα”.

Το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μάη αποτυπώνει την αδιαμφισβήτητη συσπείρωση των δυνάμεων της αστικής τάξης αλλά και των άλλων κοινωνικών δυνάμεων που έχει υπό την ηγεμονία και την επιρροή της, καθώς και την εκλογική τους στήριξη από ένα κομμάτι των μικρομεσαίων εισοδημάτων και της εργατικής τάξης.

Σε αντίθεση με τη συσπείρωση του αστικού μπλοκ που έχει βρει το ποιος πολιτικός σχηματισμός μπορεί να εφαρμόσει την πολιτική που έχει ανάγκη, η διαφαινόμενη αδυναμία έκφρασης των πραγματικών εργατικών/ λαϊκών συμφερόντων μας φανερώνει μία σειρά συμπερασμάτων που πρέπει να έχουμε κατά νου:

Ο πολιτικός κύκλος που άρχισε με τα μνημόνια φαίνεται να κλείνει, με την εργατική τάξη, αντικειμενικά, ηττημένη και τις πολιτικές οργανώσεις που έχουν αναφορά σε αυτήν να μην μπορούν είτε να αφουγκραστούν, είτε να εκφράσουν τις ανάγκες της.

Η σοσιαλδημοκρατία – και οι αυταπάτες που εμφυσύει στον λαό – υποχωρεί, τουλάχιστον προσωρινά, καθώς κινούμενη όλο και πιο δεξιά, έχει ταυτιστεί πλήρως με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της ΕΕ και του κεφαλαίου.

Σε αντίθεση με το 39% του δημοψηφίσματος του 2015, που απ’ ότι φαίνεται ήξερε τι ήθελε από τότε και συνεχίζει να επιλέγει αυτόν τον δρόμο γύρω από τον κύριο εκφραστή του “ΝΑΙ”, το θολό 61%, συνυπολογίζοντας στο πλάι του τις δυνάμεις που από τα αριστερά είχαν άλλη στάση σε αυτό αλλά και ένα ποσοστό της αποχής, αδυνατεί να βρει μία σαφή πολιτική στρατηγική που θα αλληλεπιδράσει μαζί του, που θα βοηθήσει στη συγκρότησή του ως ιστορικό μπλοκ με κύριο κορμό την εργατική τάξη.

Όποια κι αν είναι τα ακριβή αποτελέσματα της 25ης Ιουνίου, η κατάσταση δεν πρόκειται να αλλάξει δραματικά. Η ήδη συντελούμενη επίθεση μίας αστικής τάξης που φαίνεται να ξέρει τί και πώς θέλει να το πετύχει μέσα σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον οικονομικής αστάθειας και όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, αναμένεται να ενταθεί.

Με το δυτικό ιμπεριαλιστικό μπλοκ, με το οποίο η χώρα μας είναι διαχρονικά συνδεδεμένη, που έχει ως επικεφαλής τις ΗΠΑ και ως στρατιωτικό εκφραστή το ΝΑΤΟ, να φαίνεται να απειλείται και να χάνει συνεχώς έδαφος απέναντι στην Κίνα αλλά και με έναν εν εξελίξει πόλεμο που ξεκίνησε στην Ουκρανία, συμπεραίνουμε άμεσα τα επίδικα για το -υπό βαθιά κρίση- καπιταλιστικό/ ιμπεριαλιστικό σύστημα. Δηλαδή αναγνωρίζουμε ότι δημιουργείται για το ίδιο η ανάγκη για μαζική απαξίωση των μέσων παραγωγής ως μέσο αναπαραγωγής του.

Άμεση συνέπεια των παραπάνω είναι και η οικονομική πολιτική που αναμένεται να εφαρμοστεί, όπως συζητιέται τις τελευταίες μέρες από τις χώρες της ΕΕ, και θα αποκρυσταλλωθεί με την επαναφορά του Σύμφωνου Σταθερότητας.

Για την Ελλάδα, όπως και για τις πιο οικονομικά αδύναμες χώρες της ΕΕ, αυτό σημαίνει αυτόματα, περαιτέρω εφαρμογή μέτρων λιτότητας, δηλαδή μεταξύ άλλων, την αφαίμαξη της εργατικής της τάξης, την αύξηση των φόρων και περαιτέρω ιδιωτικοποιήσεις. Μέτρα φτωχοποίησης τα οποία οδηγούν σε ακόμη μεγαλύτερη όξυνση των ταξικών αντιθέσεων, ανοίγοντας ακόμα περισσότερο την ταξική ψαλίδα.

Το ιστορικό σταυροδρόμι που βρισκόμαστε δεν μας φανερώνει μόνο το τί θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε σε εγχώριο και παγκόσμιο επίπεδο, ούτε μόνο τον ανταγωνισμό μεταξύ των εφεδρικών αστικών δυνάμεων (ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ), για το ποιος θα μπορέσει να εκφράσει καλύτερα τις πιο μετριοπαθείς καπιταλιστικές λογικές που θα εμφανιστούν εκ νέου στο προσκήνιο, όταν η αστική τάξη θα έχει την ανάγκη μιας διαφορετικής διαχείρισης.

Μας αποκαλύπτει ταυτόχρονα και ένα κενό, καθόλου μικρό, ανάμεσα στον λαό και στις πολιτικές οργανώσεις που έχουν αναφορά σε αυτόν.

Την αδυναμία τους, την αδυναμία μας, να μπορέσουμε να διδαχθούμε από τους αγώνες, τις αντιθέσεις και την εμπειρία του, να εκφράσουμε προγραμματικά και με ριζοσπαστικό τρόπο τις ανάγκες του, να οικοδομήσουμε εκείνες της μορφές ταξικής και πολιτικής οργάνωσης που θα μπορέσουν να φέρουν τις νίκες που τόσο έχουμε ανάγκη, να επιταχύνουν και να δώσουν περιεχόμενο, βάθος και διάρκεια στις ρήξεις και στις αντιθέσεις της εποχής μας.

Ομολογουμένως οφείλουμε να πραγματοποιήσουμε άλματα. Η προσωρινή ήττα της σοσιαλδημοκρατίας μας δίνει χώρους και δυνατότητες κίνησης, και η παραδοχή της ταυτόχρονης ήττας της εργατικής τάξης και των οργανώσεών της, αποτελεί την συνειδητοποίηση της απαραίτητης φόρας που χρειάζεται να έχουμε για να τα καταφέρουμε.

Ας βάλουμε όμως τα πράγματα σε μία σειρά…

2)

Η Νέα Δημοκρατία κατάφερε να νικήσει, με μία ευρεία πλειοψηφία, τις εκλογές της 21ης Μαΐου για μία σειρά λόγων, τη δυναμική των οποίων δεν είχαμε μπορέσει να αντιληφθούμε, τουλάχιστον στην έκταση με την οποία εκφράστηκε και η οποία την έφερε σε θέση, όχι μόνο να συγκρατεί τις δυνάμεις της, αλλά και να σημειώνει και μία μικρή διεύρυνση, συσπειρώνοντας εν τέλει το ¼ του εκλογικού σώματος.

Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε το γιατί η προηγούμενη κυβέρνηση κατάφερε να αντισταθμίσει τη φθορά που αναμέναμε να γεννήσει η αντιλαϊκή της πολιτική. Ένα ερώτημα που έχει περισσότερες από μία απαντήσεις:

Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας τα ποσοστά της οποίας στις εκλογές του 2012 και του 2015 ήταν δραματικά μειωμένα, ήρθε μετά από τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Μετά τον ερχομό της “ελπίδας” και της διάψευσής της στο δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015, το τρίτο μνημόνιο και την καθίζηση της κινηματικής δυναμικής. Ήρθε μετά από 4 γεμάτα χρόνια “αριστερών” μέτρων φτώχειας και ταυτόχρονης επίκλησης της κυρίαρχης αφήγησης του TINA, του αδιεξόδου δηλαδή που ο καπιταλισμός θέλει να μας κάνει να πιστέψουμε, κάθε φορά που θα διεκδικούμε έναν άλλο τρόπο οργάνωσης της οικονομίας και των κοινωνικών σχέσεων πέρα από την αδηφάγα καπιταλιστική διάρθρωση.

Έτσι οι κοινωνικές αντιδράσεις ενάντια στα μνημόνια, ελλείψει πραγματικού ταξικά προσανατολισμένου πολιτικού φορέα έκφρασης, σταδιακά ξεφούσκωσαν, το εργατικό και λαϊκό κίνημα ηττήθηκε, η κερδοφορία και η εξουσία των ντόπιων αστών και των ευρωπαϊκών/ αμερικάνικων κεφαλαίων στερεώθηκε.

Εν συνόλω, το αστικό μπλοκ ερχόμενο αντιμέτωπο με τον νέο κύκλο ύφεσης αλλά και με το ενδεχόμενο ενός γενικευμένου πολέμου μπροστά του, συσπειρώνεται, ξέροντας καλά ότι η δουλειά του μπορεί να γίνει πιο αποδοτικά πια, από την ΝΔ. Άλλωστε η ΝΔ με χαρακτηριστικό παράδειγμα την έκθεση Πισσαρίδη, μία ατζέντα μεταρρυθμίσεων, ιδιωτικοποιήσεων, επίθεσης στην εργασία και φοροαπαλλαγών για το κεφάλαιο, καμάρωνε που κατάφερνε να προλαβαίνει την ΕΕ στο ποιά αντιλαϊκά μέτρα θα εφαρμόσει.

Από αυτά τα μέτρα, μπόρεσε να επωφεληθεί σε μικρότερο βαθμό και ένα μέρος των μεσαίων στρώματων που είχε επιβιώσει την προηγούμενη δεκαετία. Όσο ο πληθωρισμός κατατρώει τα μικρά και μεσαία εισοδήματα και προλεταριοποιεί μία σημαντική μερίδα των αυτοαπασχολούμενων και του μικρού κεφαλαίου, μία άλλη βγήκε προσωρινά μόνο κερδισμένη από τις μειώσεις ασφαλιστικών εισφορών, τις επιδοτήσεις, τα προγράμματα φτηνής εργασίας του ΟΑΕΔ και του Ταμείου Ανάκαμψης.

Η ΝΔ κατάφερε ταυτόχρονα να ισχυροποιήσει τον προπαγανδιστικό και κομματικό της μηχανισμό, με το αζημίωτο της λίστας Πέτσα και το επικοινωνιακό αβαντάρισμα από τα ΜΜΕ, με τις απευθείας αναθέσεις, με τις κομματικές προσλήψεις και προαγωγές στο δημόσιο αλλά και στους χώρους δουλειάς των «δικών της» χρηματοδοτών. Έχτισε έτσι ουσιαστικά μια ψηφοθηρική βάση και ένα μονοπώλιο επεξεργασίας και μετάδοσης της πληροφορίας, το πεδίο δηλαδή, για την μονόπλευρη διαχείριση/διαμόρφωση της άποψης μίας διευρυμένης μερίδας της κοινωνίας.

Το σύνολο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που εφήρμοσε μέσω των νόμων που εξέφραζαν τον νέο γύρο επίθεσης στις λαϊκές ελευθερίες και δικαιώματα, στον συνδικαλισμό, στην εργασία και στους μισθούς μας, στους μετανάστες, στο περιβάλλον, στην μόρφωση, στον δημόσιο χαρακτήρα της υγείας, η εγκληματική διαχείριση της πανδημίας προς όφελος των ιδιωτικών παρόχων υγείας, η επιμονή της στην άγρια καταστολή κάθε κινητοποίησης και οι αθρόες προσλήψεις μπάτσων και στρατιωτικών (που ταυτόχρονα προωθούν την εκλογική της διεύρυνση), η παντελής έλλειψη σχεδιασμού απέναντι στις καταστροφές από τις πυρκαγιές που αντισταθμίστηκαν με μοίρασμα αποζημιώσεων και επενδύσεις πάνω στα “καμμένα”, η προκλητική κατασπατάληση χρήματος για εξοπλισμούς και για στήριξη του ΝΑΤΟ στον πόλεμο στην Ουκρανία αποτέλεσαν σημεία γύρω από τα οποία γεννήθηκαν κοινωνικές αντιδράσεις και σημαντικοί αγώνες.

Μέσα από αυτούς τους αγώνες – με αποκορύφωμα τους εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που κατέβηκαν στον δρόμο μετά το καπιταλιστικό έγκλημα που συντελέστηκε στα Τέμπη τον περασμένο Μάρτιο – αναδείχθηκε εμφατικά τόσο ότι το εργατικό και λαϊκό δυναμικό υπάρχει, όσο όμως και το ότι την ίδια στιγμή δεν υπάρχει η δύναμη που θα μπορέσει να το αφουγκραστεί, να το αποτυπώσει, να πάει μαζί του ένα βήμα παραπάνω, ρίχνοντας την κυβέρνηση με δικιά της πίεση, τη στιγμή που ο λαός είναι στους δρόμους.

Από την μία η επακόλουθη απογοήτευση σε συνδυασμό με τη στοχευμένη, τα προηγούμενα χρόνια, χρήση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και των δυνατοτήτων που έδωσε η χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ που άφησαν τα περιθώρια ώστε η ΝΔ να ασκήσει μια – αναντίστοιχη των αναγκών αλλά – υπαρκτή επιδοματική πολιτική. Και από την άλλη η δυνατότητά της να αυξήσει, έστω και δυσανάλογα σε σχέση με τον πληθωρισμό, τους μισθούς και τις συντάξεις, φτάνοντας να δίνει λίγο λιγότερα από όσα η αξιωματική αντιπολίτευση δεσμευόταν ότι θα δώσει, έκαναν ακόμα και μία – μειοψηφική αλλά – υπαρκτή μερίδα των εργαζομένων να την ψηφίσουν.

Είναι λοιπόν αρκετές οι απαντήσεις στο γιατί η ΝΔ κατάφερε να συγκρατήσει τις δυνάμεις της μετά από 4 χρόνια αντιλαϊκών μέτρων:

Το πολύπλευρο αβαντάρισμα από την ΕΕ και το κεφάλαιο, που αποτυπώθηκε εμφατικά μέσα και από τις ευθείες απειλές εργοδότη προς τους εργαζομένους του μπροστά στον ίδιο τον Υπουργό Ανάπτυξης -, οι χαμηλές προσδοκίες και η όλο και πιο δεξιά κατεύθυνση από τις αντιπολιτευόμενες δυνάμεις που άλλωστε ψήφιζαν το μεγαλύτερο ποσοστό των νομοσχεδίων της κυβέρνησης και δεσμεύονταν με κάθε τρόπο και σε κάθε τόνο για την πειθάρχησή τους μέσα στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, της ΕΕ, της προστασίας της καπιταλιστικής κερδοφορίας, αλλά και η αδυναμία συγκρότησης ενός ριζοσπαστικού, ταξικού, μαχητικού πολιτικού μετώπου και ρεύματος έφερε τα αποτελέσματα της 21ης Μάη.

Εν ολίγοις, η ΝΔ ως εκφραστής του πιο άγριου καπιταλισμού στη χώρα, δεν είχε απέναντί της αντίπαλο πολιτικό δέος με διευρυμένη εργατική/ λαϊκή υποστήριξη, παρά μόνο, διόλου ασήμαντες, μερίδες της εργατικής τάξης και του λαού που αυτά τα χρόνια κατάφεραν να κάνουν έμπρακτη αντιπολίτευση, να δώσουν μάχες – εκ των οποίων κάποιες νικηφόρες – στους χώρους δουλειάς, στα πανεπιστήμια, στις γειτονιές, στους δρόμους.

Τέλος, και όχι λιγότερο αμελητέο, είναι η η επανασυσπείρωση ακροδεξιών δυνάμεων με συνεκτικό στοιχείο τη θρησκεία, τον συντηρητισμό, την ομοφοβία, την εθνικιστική, φιλοπόλεμη, αντικομμουνιστική και αντιμεταναστευτική ρητορική, θέσεις που υπηρετεί σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και η κυβέρνηση, και η οποία εκφράζεται από μια πλειάδα κομμάτων τόσο εντός όσο και εκτός βουλής.

Ακόμα και αν αναγνωρίζουμε ότι αυτή η συσπείρωσή τους δεν αποτυπώνεται σε επίπεδο δρόμου με τον τρόπο που αποτυπωνόταν παλαιότερα, οφείλουμε να τα λάβουμε σοβαρά υπόψιν μας καθώς ανέκαθεν η ακροδεξιά αποτελούσε τη σκληρή εφεδρεία της αστικής τάξης είτε μέσω της κοινοβουλευτικής στήριξης σε αστικά νομοσχέδια, είτε ως αντίβαρο των κοινωνικών αντιδράσεων με την “ριζοσπαστικοποίηση” των πρακτικών τους στο πεδίο του δρόμου.

3)

Η εκλογική εγκόλπωση της κοινωνικής οργής και η αφομοίωση των εργατικών και λαϊκών κινητοποιήσεων που εκφράστηκαν από το 2010 και μετά, από τον Συριζα, πολλές φορές μάλιστα με μερίδες του κινήματος να οπισθοχωρούν και να του παραδίδουν μετά βαϊών και κλάδων αυτό το ρόλο, δείχνει τα αποτελέσματά της ακόμα και σήμερα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ως συνεχιστής της αντιδραστικής πολιτικής των παραδοσιακών μπλοκ εξουσίας κατάφερε να εξυπηρετήσει αποτελεσματικά τα συμφέροντα της ντόπιας και διεθνούς αστικής εξουσίας, για την οποία έκανε τόσο καλή δουλειά μέσα σε δύσκολες περιόδους, περνώντας πρωτοφανή αντιλαϊκά μέτρα από τα “αριστερά”, καλλιεργώντας ταυτόχρονα σοσιαλδημοκρατικές ψευδαισθήσεις, αμβλύνοντας έτσι τις κοινωνικές αντιδράσεις που θα εκφράζονταν πιο έντονα ενάντια σε μια ξεκάθαρη νεοφιλελεύθερη διαχείριση.

Ο ΣΥΡΙΖΑ της καρτερικότητας, μετά το 2012 που έγινε αξιωματική αντιπολίτευση, των συμφωνιών του Φλεβάρη του 2015, της μετατροπής του ΟΧΙ σε ΝΑΙ του καλοκαιριού της ίδιας χρονιάς, του τρίτου μνημονίου, της εφαρμογής αντιλαϊκών πολιτικών τα επόμενα χρόνια, ο όλο και πιο “δεξιός” ΣΥΡΙΖΑ του ΝΑΤΟ, της ΕΕ, του κεφαλαίου, αλλά και της υπεράσπισης του φράχτη στον Έβρο, δεν μπορεί πλέον να εκφράσει την κοινωνική πλειοψηφία με κέντρο βάρους και ραχοκοκκαλιά της την εργατική τάξη.

Ο ΣΥΡΙΖΑ της «αριστερής» φρασεολογίας και του διακαιωματισμού, της δεξιάς πολιτικής και της στροφής στο παραδοσιακό κέντρο, πάτησε πάνω σε δύο βάρκες και ήρθε η στιγμή να πέσει, κάτι το οποίο δεν αποτελεί δικό μας πρόβλημα, παρά μόνο συναρτήσει του ότι οι δυναμικές που απελευθερώθηκαν από την σταδιακή του κατάρρευση δεν εκφράστηκαν, μαζικά τουλάχιστον, σε ριζοσπαστικές χειραφετητικές κατευθύνσεις.

Την ίδια στιγμή, η εκλογική αποτυχία του ΜέΡΑ25 -ακόμα και σε περίπτωση που καταφέρει να εισέλθει τελικά στην επόμενη Βουλή -, που ήρθε ως γνήσιος ακόλουθος του «ΣΥΡΙΖΑ του 2015», αποτυπώνει με εμφατικό τρόπο πως πλέον τα πράγματα αλλάζουν. Πως οι μέσες λύσεις και οι πειραματισμοί, λίγα χρόνια μετά την παταγώδη αποτυχία τους, δεν πείθουν. Ο λαός βιώνει και ξέρει την αλήθεια για τον ρόλο της ΕΕ, του ΝΑΤΟ, του πυρήνα της καπιταλιστικής λειτουργίας που γεννά τις κρίσεις και πυροδοτεί την φτωχοποίησή του και η αλήθεια αυτή δεν επιδέχεται ημίμετρων.

Τέλος, υπό την προϋπόθεση της οργανωτικής αποτύπωσής της στα σωματεία, στους δρόμους, στους αγώνες, είναι σημαντική, παρά τις πολιτικές, στρατηγικές και τακτικές διαφωνίες μας, η ενίσχυση των δυνάμεων τόσο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, όσο και των σχηματισμών, οργανώσεων και κομμάτων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.

Αυτό το γεγονός όμως, απέχει πολύ από το να εκφράσει μία ευρύτερη κοινωνική δυναμική, η οποία θα μπορέσει να δημιουργήσει νέους όρους αντίστασης και αντεπίθεσης της εργατικής τάξης και του λαού, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως η ενίσχυση αυτή δεν συμπίπτει αριθμητικά με το μαζικό κύμα φυγής ψηφοφόρων από τον ΣΥΡΙΖΑ.

4)

“Στην κοινωνική πάλη οι δυνάμεις που εκπροσωπούν την πιο προοδευτική τάξη ηττώνται μερικές φορές, όχι γιατί οι ιδέες τους είναι λαθεμένες, αλλά επειδή, στο συσχετισμό των δυνάμεων που αντιπαλεύουν, αυτές προσωρινά είναι πιο αδύναμες από τις δυνάμεις της αντίδρασης. Έτσι μπορεί να ηττώνται προσωρινά, αλλά θα καταλήξουν να θριαμβεύσουν. Μέσα από τη δοκιμασία της πρακτικής, η γνώση του ανθρώπου κάνει άλλο ένα άλμα, ακόμη πιο σημαντικό από το προηγούμενο. Μόνο αυτό το άλμα, στην πραγματικότητα, μπορεί να αποδείξει την αξία του πρώτου, μπορεί δηλαδή να δείξει αν οι ιδέες, η θεωρία, η πολιτική, τα σχέδια, οι μέθοδοι κ.λπ., που είναι αντικείμενο επεξεργασίας κατά τη διαδικασία της κατανόησης του εξωτερικού αντικειμενικού κόσμου, είναι σωστές ή όχι. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αποδείξει κανείς την αλήθεια”.

Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε ότι σε περιόδους κρίσης οι ταξικές αντιθέσεις βαθαίνουν ανοίγοντας το δρόμο για την, εν δυνάμει, ταξική πόλωση η οποία ιστορικά εκφράζεται είτε με προοδευτικό ριζοσπαστικό τρόπο είτε με συντηρητικές, ακροδεξιές, φασιστικές πρακτικές και το πραγματικό επίδικο της σημερινής, και όχι μόνο, συγκυρίας, είναι η εξάλειψη της ηχηρής απουσίας ενός συγκροτημένου ριζοσπαστικού/ επαναστατικού μπλοκ το οποίο με κορμό την εργατική τάξη θα παλέψει για τα συμφέροντα της θιγόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας.

Αυτή την ιστορική απουσία εκμεταλλεύεται η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της ΝΔ εμφανιζόμενη ως ο μόνος σταθερός πυλώνας εκπροσώπησης των συμφερόντων της αστικής τάξης αλλά και των μικρομεσαίων στρώματων έχοντας απέναντί της ένα κατακερματισμένο προλεταριάτο που αδυνατεί να εκφραστεί μέσα από τον ευρύ αλλά επίσης πολυδιασπασμένο ριζοσπαστικό, ταξικό, επαναστατικό χώρο.

Χώρο, ο οποίος παρά τις δεκάδες πολιτικές και κοινωνικές ρωγμές της τελευταίας 15ετίας δεν καταφέρνει να συγκροτήσει τις δομές που χρειάζονται, να εξάγει συμπεράσματα και να προσφέρει προοπτική στον λαό με βάση ένα πολιτικό πρόγραμμα το οποίο θα ανταποκρίνεται στις κοινωνικές ανάγκες.

Ένα πολιτικό πρόγραμμα, το οποίο θα μπορέσει να εμπνεύσει αλλά και να εμπνευστεί από τους αγώνες- σταθμούς των τελευταίων χρόνων, με τη συμμετοχή εκατοντάδων χιλιάδων κόσμου. Αγώνες οι οποίοι ανέπτυξαν πολύμορφες δράσεις, πήραν μαχητικά χαρακτηριστικά, πέτυχαν μικρές και μεγάλες νίκες, έθεσαν ερωτήματα, αποκρυστάλλωσαν τα όρια τους και τις μεθόδους έτσι ώστε να ξεπεραστούν, σχηματοποιώντας μια ελπιδοφόρα παρακαταθήκη για τους αγώνες τους μέλλοντος.

Θα ήταν επομένως πλήρως αντιδιαλεκτικό και επιζήμιο λάθος η υιοθέτηση του πολιτικού συμπεράσματος περί ενός καθολικά απαθούς, δεξιού κοινωνικού σώματος από το οποίο δεν έχουμε να περιμένουμε τίποτα.

Ένα συμπέρασμα το οποίο υιοθετείται από ένα μεγάλο μέρος του ονομαζόμενου κινήματος και το όποιο τελικά αφαιρεί τα αναλυτικά εργαλεία επεξεργασίας των κοινωνικοπολιτικών μεταβολών, αφαιρεί τη δυνατότητα της κριτικής και της αυτοκριτικής, μιας παραγωγικής κατανόησης της συγκυρίας και των αντιφάσεων της.

Ένα συμπέρασμα που ταυτόχρονα οδηγεί σε αποξένωση από το κοινωνικό πεδίο παρέμβασης, προάγει την λογική της ήττας και των ατομικών ιδιωτεύσεων και αδιέξοδων δρόμων, διαστρεβλώνοντας τους πραγματικούς κοινωνικούς συσχετισμούς αλλά και προεξοφλώντας το αποτέλεσμα της, εν εξελίξει, ταξικής πάλης.

Και αυτή η ανάγνωση, αν μη τι άλλο, μεταθέτει την πολιτική ζύμωση, την αναγκαία αυτοκριτική, την ανάληψη των (νέων) καθηκόντων σε έναν αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο πεφωτισμένων αποπολιτικοποιώντας την στην ουσία και απομονώνοντάς την από τον ιστορικό και πραγματικό ρυθμιστή των πολιτικοκοινωνικών διεργασιών, δηλαδή, την εργατική τάξη και τον λαό.

Και αν η ρίζα του προβλήματος είναι από τη μία το ίδιο το αστικό νεοφιλελεύθερο κράτος που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο επιχειρεί τη διάλυση του ταξικού / ριζοσπαστικού πόλου, από την άλλη βρίσκουμε το ίδιο το κίνημα ως εγκλωβισμένο παρατηρητή του πολιτικού και κοινωνικού γίγνεσθαι.

Αναγνωρίζοντας επομένως μια σημαντική πολιτική και ριζοσπαστική καθίζηση του κινήματος εγχώρια και διεθνώς και η οποία συμπίπτει, κατά μία έννοια, με το τέλος των ταραγμένων πολιτικά χρόνων των μνημονίων και με την έναρξη ενός νέου κύκλου λεηλασίας της εποχής της «σταθερότητας» οφείλουμε να σκιαγραφήσουμε από τη μία τα αίτια που οδήγησαν στην αδυναμία πραγματικής κοινωνικής γείωσης, στην εσωστρέφεια, στην απογοήτευση, στην αποσυσπείρωση και στην ανάλωση σε ένα θολό και εύκολα ενσωματώσιμο δικαιωματισμό απαλλαγμένο από ένα συνολικό ταξικό και μαχητικό διεκδικητικό πλαίσιο.

Και από την άλλη, να προτάξουμε και να επαναδιατυπώσουμε τα αυξημένα καθήκοντα ώστε σε αυτό το ασταθές, οικονομικά και γεωπολιτικά, διεθνές κλίμα να μπορέσουμε να επανασυσπειρώσουμε τις δυνάμεις του κινήματος ώστε να διασφαλίσουμε τις ιστορικές στιγμές του παρελθόντος και τις μελλοντικές νίκες της σύγχρονης εποχής. Να επανανοηματοδοτήσουμε τελικώς τους αγώνες με επαναστατικό και όχι ρεφορμιστικό σημαίνον.

Σε αυτή τη δυσμενή συγκυρία, με τις διαφαινόμενες τεκτονικές αλλαγές να κινούνται στην κατεύθυνση όξυνσης της ολομέτωπης επίθεσης εις βάρος των λαών, δε μας αντιστοιχεί να αναλωθούμε στη λογική της ήττας. Έχουμε στη φαρέτρα μας τα αναλυτικά πολιτικά εργαλεία της ιστορίας της ταξικής πάλης, την επίγνωση της συνθήκης που βρίσκεται η παγκόσμια και η εγχώρια οικονομία, την πίστη στον λαό και στις δυνατότητες της οργάνωσής του, την θέληση για αγώνα κάτω από κάθε συνθήκη.

Χάρη σε αυτά μπορούμε να αναγνωρίζουμε τους ιστορικούς κύκλους κατά τη διάρκεια των οποίων το αστικό μπλοκ συσπειρώνεται αλλά και τον τρόπο και την ταχύτητα που αυτοί κλείνουν. Έτσι, είμαστε σε θέση όχι μόνο να αμφισβητήσουμε την μονιμότητα των σημερινών συσχετισμών, αλλά και να πούμε πως όποιο κι αν είναι τελικά το επόμενο κυβερνητικό σχήμα, θα έχουμε τις ευκαιρίες που, με τον λαό δυνατό και οργανωμένο, θα μπορέσουμε να ανατρέψουμε έμπρακτα και στους δρόμους τη σταθερότητα και μία πιθανή “αυτοδυναμία” του.

5)

Ταυτόχρονα ανοίγεται μπροστά μας μία σειρά καθηκόντων, παλιών και νέων, πάνω στα οποία εμείς αλλά και άλλες οργανωμένες δυνάμεις θα κληθούμε να ανταπεξέλθουμε.

Καθήκοντα που δεν μας φανερώθηκαν τόσο από το αποτέλεσμα των εκλογών, όσο από τις κινητοποιήσεις των Τεμπών αλλά και από μία σειρά εργατικών, φοιτητικών και λαϊκών αγώνων των τελευταίων χρόνων, που μέσα από τις νίκες και τις ήττες τους, τα όρια και τις αδυναμίες τους μας έδειξαν αυτά που λείπουν για να κάνουμε ένα βήμα μπροστά.

Ξέρουμε πως “το ζήτημα δεν έγκειται μόνο στο να καθορίσουμε τα καθήκοντα που μας τίθενται, αλλά επίσης και τις μεθόδους που θα επιτρέψουν την πραγματοποίησή τους”. Αλλά ξέρουμε επίσης πως αυτά γίνονται όλο και πιο συγκεκριμένα για όσους και όσες θέλουν να συνεχίσουν να αγωνίζονται.

Μέσα σε αυτά τα καθήκοντα λοιπόν, εντάσσεται η κίνηση, όσο πιο συγκροτημένη γίνεται, για την ενδυνάμωση του ταξικού συνδικαλιστικού αγώνα, για την μαζικοποίηση και ριζοσπαστικοποίηση των εργατικών σωματείων και σχηματισμών που θα αντιπαλεύουν έμπρακτα την ξεπουλημένη, κρατικοδίαιτη, αστικοποιημένη πλειοψηφία της ΓΣΕΕ.

Η κίνηση αυτή, φύσει και θέσει, ενάντια στην ρεφορμιστική και γραφειοκρατική λογική που οδηγεί στην απογοήτευση και την αποσυσπείρωση των σωματείων, οφείλει να προτάξει την ανάγκη υιοθέτησης αγωνιστικών-μαχητικών χαρακτηριστικών και την συμβολή στην ανάπτυξη νέων ταξικών μαχών με νικηφόρα προοπτική. Μάχες οι οποίες θα βοηθήσουν στο να ξαναπιστέψουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι στις δυνάμεις τους, κουβαλώντας, εμπλουτίζοντας, εξελίσσοντας την πολύτιμη εμπειρία των αγώνων των τελευταίων χρόνων.

Στα καθήκοντα εντάσσεται όμως και η σύνδεση των αγώνων αυτών με την πολιτική-συνδικαλιστική μάχη στα πανεπιστήμια και τις σχολές, με την ανάγκη επανακινητοποίησης, πάλι με όσο πιο συγκροτημένους όρους γίνεται, του φοιτητικού κινήματος, το οποίο έχει αποδείξει πολλές φορές στο παρελθόν ότι μπορεί να αντιπαρατεθεί έμπρακτα και μαζικά με τις εκάστοτε αστικές επιλογές.

Την ίδια ώρα, οι πολιτικές/οργανωτικές ελλείψεις των τελευταίων χρόνων που έγιναν, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, εμφατικές στις μεγαλειώδεις διαδηλώσεις μετά το καπιταλιστικό έγκλημα στα Τέμπη, όπου οι οργανώσεις παρακολούθησαν σε αρκετές περιπτώσεις μουδιασμένες τον λαό να βρίσκεται ένα βήμα μπροστά από τις ίδιες, επιτάσσουν την όλο και πιο ουσιαστική, την όλο και πιο πυκνή, βαθειά, δομημένη επαφή, με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα φτωχά λαϊκά στρώματα και τις ανάγκες τους.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η δημιουργία δομών, συνελεύσεων, επιτροπών και πρωτοβουλιών υπεράσπισης των εργαζομένων, των ανέργων, ντόπιων και ξένων, απέναντι σε μια σωρεία επιθέσεων (πλειστηριασμοί, ιδιωτικοποιήσεις, εργασιακά κ.α.) είναι επιβεβλημένη. Ενώ άλλο τόσο είναι επιβεβλημένη και η μετωπική δράση στους αγώνες που έχουν ήδη ξεκινήσει αλλά και σε αυτούς που θα ξεκινήσουν τον αμέσως επόμενο καιρό ως απάντηση στην βίαιη επίθεση στα βασικά κοινωνικά κεκτημένα.

Μετωπική δράση οργανωμένων δυνάμεων πάνω σε σαφείς συμφωνίες αλλά και με πλήρη σεβασμό στις διαφορετικές αιχμές της καθεμιάς.

Δράση η οποία είναι αναγκαίο να ξεκινά και να τελειώνει γύρω από τα προβλήματα του λαού.

Δράση η οποία, μπροστά στην όξυνση της ταξικής πάλης – με το νεοφιλελεύθερο στρατόπεδο να εξοπλίζεται νομοθετικά και υλικοτεχνικά για να καταστείλει αποτελεσματικότερα τις επερχόμενες κοινωνικές αντιστάσεις -, θα προσπαθεί να δημιουργεί τους όρους για την μαζικοποίηση του κινήματος και ταυτόχρονα να τολμά την ουσιαστική/ έμπρακτη δυνατότητά του να περιφρουρεί τους ταξικούς αγώνες και τα λαϊκά συμφέροντα, στον δρόμο.

Δράση η οποία θα δομεί την λαϊκή αυτοάμυνα με όρους μαζικότητας και μαχητικότητας στις γειτονιές, στις απεργιακές περιφρουρήσεις, στις διαδηλώσεις.

Δράση η οποία θα είναι σε επιφυλακή για να βρεθεί στην κατεύθυνση της επανασυγκρότησης των δομών του αντιφασιστικού κινήματος ως απάντηση στην επανεμφάνιση φασιστικών ομάδων οι οποίες καραδοκούν και πιθανώς να διεκδικήσουν εκ νέου χώρο στον δρόμο και στο κοινωνικό πεδίο προσπαθώντας να πάρουν πιο ριζοσπαστικά-επιθετικά χαρακτηριστικά εν αναμονή της επανεργαλειοποίησης τους από τους αστούς, σε περίπτωση που η αστυνομία και οι ρεφορμιστικές δυνάμεις φανούν αδύναμες να σταματήσουν τους επερχόμενους λαϊκούς ξεσηκωμούς.

Δουλειά όμως οφείλει να συνεχίσει να γίνεται με ακόμα πιο μαζικούς και ποιοτικούς όρους και στο κομμάτι της διεθνιστικής αντιιμπεριαλιστικής/ αντιπολεμικής πάλης.

Εν μέσω της ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης στην Ουκρανία, την ίδια στιγμή που η Ελλάδα συμμετέχει όλο και πιο ενεργά στους πολεμοκάπηλους σχεδιασμούς ΗΠΑ/ ΝΑΤΟ/ ΕΕ αξιώνοντας τις δικές της τυχοδιωκτικές επιδιώξεις ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες της στους ιμπεριαλιστές, η μαζικοποίηση της πάλης ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο παραμένει ένα διακύβευμα ζωτικής σημασίας για τον λαό.

Πάλη, η οποία οφείλει να αναδεικνύει ως προϋποθεση οποιασδήποτε απελευθερωτικής προοπτικής την σύγκρουση με τις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις και επεμβάσεις, με τον όλεθρο που αυτές φέρνουν για τους λαούς ακόμα και στα – επί της παρούσης – μετόπισθεν.

Πάλη η οποία θα συνδέεται με τα λαϊκά προβλήματα και τον ίδιο τον ταξικό αγώνα την ίδια στιγμή που θα ζυμώνει μέσα στην κοινωνική κίνηση την ρήξη με τους ιμπεριαλιστές της “δικής μας πλευράς” και με την “δικιά μας” αστική τάξη τόσο σε περιόδους “ειρήνης” όσο και κύρια σε περιόδους, όλο και πιο ενεργής εμπλοκής σε ανοιχτά πολεμικά μέτωπα.

Μια νέα περίοδος ανοίγεται μπροστά μας και μπαίνουμε σε αυτήν χωρίς υποτίμηση των εκλογικών αποτελεσμάτων και όσων σηματοδοτούν αλλά και έχοντας στον νου το ότι οι έννοιες του λαού και της πλειοψηφίας είναι έννοιες που εξελίσσονται και μεταβάλλονται ραγδαία, έννοιες οι οποίες δεν μπορούν να προσμετρηθούν με εξατομικευμένες ψήφους, πόσω μάλλον σε συνθήκες αστικής εξουσίας.

Επομένως δεν τρέφουμε εκλογικές αυταπάτες, είτε αυτές αφορούν την ψήφο, είτε αυτές αφορούν την αποχή, όταν μάλιστα αυτές – σε καθεμιά από τις δύο περιπτώσεις –δε συνδέονται με την ταξική και πολιτική οργάνωση.

Η 26η Ιούνη ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο εκμετάλλευσης και καταστολής, αλλά μαζί του ανοίγει και ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της ταξικής πάλης στον ελλαδικό χώρο.

Το αν οι μάχες που θα ακολουθήσουν τον επόμενο καιρό θα είναι νικηφόρες για τον λαό, το αν θα καταφέρουν να εξελιχθούν σε ντόμινο και να πολλαπλασιάσουν τις εστίες αντίστασης, το αν θα μπορέσουν να προκαλέσουν ρήγματα στην αστική εξουσία, είναι στο χέρι μας.

Στο χέρι των οργανωμένων δυνάμεων του ανταγωνιστικού κινήματος και από το αν θα καταφέρουν να αφουγκραστούν με σοβαρότητα και νηφαλιότητα τα αναβαθμισμένα καθήκοντα τα οποία προκύπτουν. Από το αν θα καταφέρουμε να αφήσουμε ταυτόχρονα πίσω μας τόσο τον αφορμαλισμό όσο και μία φετιχοποιημένη μορφή οργάνωσης που, καθώς αδυνατεί να έρθει σε επαφή και να εκφράσει τα λαϊκά προβλήματα, καταλήγει να έχει αυτοσκοπό την συντήρηση και την αυτοαναπαραγωγή.

Με υπομονή και επιμονή, με διάρκεια και πίστη στο δίκιο μας, στους σχεδιασμούς μας και στην υπόθεση της απελευθέρωσης της εργατικής τάξης, η 26η Ιούνη να αποτελέσει για όλους και όλες μας, την πρώτη ημέρα μίας νέας περίοδου, σκληρών αλλά, ελπιδοφόρων αγώνων.

Διαρκής Αγώνας για την ταξική απελευθέρωση