Οι ασθενείς στη ζυγαριά “κόστους-οφέλους”, η καπιταλιστική αλυσίδα διαλογής και η ζωή ως ταξικό προνόμιο…

Ενδεικτική των προθέσεων της προηγούμενης, και της πολύ πιθανώς, επερχόμενης αστικής κυβέρνησης, είναι η “άτσαλη” παραδοχή του – κατ’ εντολή παραιτημένου εδώ και λίγες ώρες – γιατρού -;- και υποψήφιου βουλευτή της ΝΔ Σπύρου Πνευματικού.

Ο ίδιος δεν έκανε κάποιο λάθος. Είπε ξεκάθαρα όσα πρεσβεύει το σύστημα που υπηρετεί, όσα πολλάκις ακούσαμε από κυβερνητικά στελέχη αλλά και τον ίδιο τον πρωθυπουργό τα προηγούμενα χρόνια όταν εξαντλημένοι γιατροί και νοσηλευτές, προσπαθούσαν να σώσουν ότι σώζεται από ένα διαλυμένο ΕΣΥ και μάλιστα επί πανδημίας, τότε που η “διαλογή” αφορούσε τις ΜΕΘ, τους νεότερους και τους γηραιότερους:

«Πρέπει να δούμε την αξιολόγηση των πράξεων. Πόσες απ’ αυτές τις πράξεις που κάνουμε κάθε μέρα χρειάζονται; Δηλαδή ένα κόστος τεραστίων διαστάσεων μπορεί να γίνει αν περιορίσουμε μερικά πράγματα απ’ αυτά που δεν χρειάζονται να γίνουν. Δεν σημαίνει ότι δεν αγαπάμε τον άρρωστο αν πάμε και του πούμε ότι δεν έχει νόημα να κάνουμε αυτό για σας. Ένας καρκινοπαθής τελικού σταδίου δεν είναι υποχρεωτικό… Δεν θα τα καταφέρει, δεν έχει καλή πρόγνωση, πρέπει κάποια στιγμή να τραβήξουμε μια γραμμή. Γιατί; Γιατί είναι πάρα πολύ δύσκολο να μπορούμε να ανταπεξέλθουμε στα έξοδα που χρειάζονται για την αντιμετώπιση ορισμένων ανθρώπων. Υπάρχει ένα σημείο που δεν έχει λόγο να κάνεις κάτι παραπάνω. Θα μου πει κάποιος ότι ο καλός Θεός έχει αποφασίσει διαφορετικά. Μα πράγματι, αλήθεια είναι αυτό το πράγμα, όμως στο τέλος της ημέρας τι θα γίνει;», ανέφερε ο υποψήφιος βουλευτής της ΝΔ.

Ως παράδειγμα, ανέφερε τις ΗΠΑ: «Ψάχνουν τα πάντα, ψάχνουν το κόστος των πράξεων, το cost benefit ratio σε μία πράξη κτλ. Όταν είχαμε πάει με τη γυναίκα μου στις αρχές της δεκαετίας του ’90 στην Αμερική, η πρώτη συζήτηση που είχαμε ακούσει είναι πόσο ακριβό είναι το αμερικάνικο σύστημα. Γιατί ήταν τόσο πολύ ακριβό; Γιατί όλοι φτάνανε στο νοσοκομείο, σε όποια κατάσταση κι αν ήταν και γινόντουσαν τα πάντα για όλους. Και με αυτό τον τρόπο ανακαλύψανε ότι μετά από λίγο καιρό δεν θα μπορούν υπηρεσίες σε κανέναν. Άρα θα πρέπει να κάνουν μια σχετική επιλογή το πόσο μπορούν να ξοδέψουν», συνέχισε.

Τη σαφή αστική στρατηγική για το ζήτημα της Δημόσιας Υγείας σχολίασε με έπαρση και κυνικότητα και ο Γιώργος Κουμουτσάκος όταν ρωτήθηκε για τους 3 θανάτους γυναικών λόγω της υποστελέχωσης του ΕΚΑΒ, το προσωπικό και τα οχήματα του οποίου αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στα περιστατικά που παρουσιάζονται με ολόκληρα νησιά, πόλεις και νομούς να εξυπηρετούνται από 1 ή 2 οχήματα:

«Υπάρχει όμως μια κατατεθειμένη λαϊκή εντολή της τάξεως του 40% πριν δέκα μέρες. Αυτά έχουν κριθεί. Ήταν μέσα στον απολογισμό που καταθέσαμε πριν την 21η Μαΐου και οδήγησε στο αποτέλεσμα που οδήγησε. Κι αυτό θα πρέπει να συνεκτιμάται, έτσι;».

Η πυκνότητα και η σφοδρότητα της επίθεσης που έχει εξαπολύσει η ΕΕ, η ντόπια αστική τάξη και το πολιτικό τους προσωπικό τα τελευταία χρόνια στην εργατική τάξη και τον λαό αλλά και η πρωτοφανής δημόσια υπεράσπισή της αποκαλύπτουν την επιδιωκόμενη διάρκειά της που αναμένεται να αποκτήσει μόνιμο χαρακτήρα.

Η αποτύπωση δε, αυτής της επίθεσης, στον τομέα της Υγείας, αναδεικνύει το τεκτονικό ρήγμα που διαρκώς μεγαλώνει μεταξύ του καπιταλιστικού κέρδους, των ιδιωτικοποιήσεων, των μνημονιακών ή “ντόπιας κοπής” νόμων, των “μεταρρυθμίσεων” που το υπηρετούν από τη μία και της ποιότητας των όρων ζωής της κοινωνικής πλειοψηφίας από την άλλη.

Από την καπιταλιστική αλυσίδα διαλογής, θα περνάν μόνο οι “δυνατοί” και στον καπιταλισμό δύναμη είναι ο πλούτος.

Μόνο που οι τυχεροί θα είναι όλο και λιγότεροι.

Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα απορρίμματα στα εργοστάσια ανακύκλωσης, από αυτή την αλυσίδα πέρασαν την προηγούμενη δεκαετία εκατοντάδες χιλιάδες απολυμένοι εργάτες και εργάτριες αλλά και αυτοαπασχολούμενοι που εξοντώθηκαν και βρέθηκαν στις ουρές τις ανεργίας βλέποντας τις ζωές τους να ζυγίζονται ελαφρύτερα από τη σωτηρία των τραπεζών και του καπιταλιστικού κέρδους. Τα κριτήρια της διαλογής ήταν το αν κάποιος εργάζεται στο δημόσιο, σε κάποια επιχείρηση η οποία δεν “βγαίνει”, ή αν το μικρομάγαζό του δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει “στον ανταγωνισμό και τις προκλήσεις της εποχής”. Σήμερα πολλαπλασιάζονται, και σε αυτούς που δεν τα κατάφεραν τότε, προστίθενται και όσοι νόμιζαν πως την είχαν γλιτώσει.

Αργότερα με ακόμα πιο βάρβαρους όρους η διαλογή αφορούσε τους μετανάστες και τις μετανάστριες που θα πνιγούν στο Αιγαίο ή τον Έβρο, που θα μπορέσουν να πάνε στην Ευρώπη ή θα μείνουν κλεισμένοι σε κάποιο κέντρο κράτησης, με κριτήριο την χώρα καταγωγής τους, τα εισοδηματικά τους κριτήρια ή μέχρι και το αν έχουν την δυνατότητα τους να επενδύσουν στη χώρα. Σήμερα, με την ανάγκη της ΕΕ για φτηνά εργατικά χέρια να έχει μειωθεί και την αντιμεταναστευτική ρητορική να αποτελεί σημείο σύγκλισης των αστικών πολιτικών δυνάμεων, το σύνολο των μεταναστών στιβάζονται σε άθλιες συνθήκες στα κέντρα κράτησης, αν βέβαια έχουν καταφέρει πρώτα να περάσουν τις επιθέσεις της αστυνομίας, του λιμενικού σώματος, της Frontex, του στρατού.

Η έννοια της “διαλογής” όμως ήρθε για να μείνει:

Την ξαναείδαμε να αναφέρεται σε αυτούς που είναι “στρατηγικοί κακοπληρωτές” και αξίζουν έτσι να χάσουν τις πρώτες κατοικίες τους σε αντίθεση με τους άλλους που μπορούν να πιστολιάζουν μισθούς εργαζομένων και χρεών στα ασφαλιστικά ταμεία γιατί “πτωχεύσαν” βάσει σχεδίου.

Την ξαναείδαμε στα σχολεία, να αφορά αυτούς που θα μπουν στα (όλο και λιγότερο) δημόσια πανεπιστήμια “για τους οποίους αξίζει να πληρώνουμε για τις σπουδές, την (ελλιπή) σίτιση και στέγασή τους”, όσους θα μείνουν εκτός για να πάνε στα υποχρηματοδοτούμενα ΕΠΑΛ και σχολές του ΟΑΕΔ ή θα βγουν ανειδίκευτοι στην αγορά εργασίας αλλά και όσους έχουν τα φράγκα να πληρώσουν τα ισότιμα προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα των ιδιωτικών κολλεγίων.

Κάπως έτσι, η “διαλογή” μεταξύ ασθενών που ξεκίνησε να συζητιέται επί πανδημίας, έχει πάψει να αποτελεί κόκκινη γραμμή στον δημόσιο διάλογο.

Το σύστημα επαναφέρει στοχευμένα την κουβέντα αυτή όλο και πιο συχνά, για να γίνει συνήθεια για τον λαό. Οι καθημερινοί θάνατοι, από τα Τέμπη και τα νοσοκομεία, μέχρι τα σύνορα και τους χώρους δουλειάς, πρέπει να γίνουν συνήθεια γιατί όχι μόνο θα συνεχιστούν αλλά και θα πολλαπλασιαστούν.

Η λογική του μικρότερου κακού που έπαιξε και αυτή τον δικό της ρόλο τα προηγούμενα χρόνια δεν μπορεί να ξαναπαρουσιαστεί σαν λύση -έστω και πρόσκαιρη -, καμία κατ’ όνομα σοσιαλδημοκρατική παρένθεση δεν μπορεί να επηρεάσει την εξέλιξη που οι αστοί έχουν σχεδιάσει για το ΕΣΥ αλλά και εν συνόλω για τις συνθήκες ζωής, εργασίας, πλέον και θάνατου, της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Είναι ακριβώς μέσα σε αυτές τις συνθήκες, που η αντίθεση μεταξύ των δυνατοτήτων που ανοίγει η επιστημονική πρόοδος, στην Υγεία αλλά και σε κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής, και του τρόπου που την κρατάν δέσμια οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, ξεκαθαρίζει στην εργατική τάξη και τον λαό την ανάγκη για το “προχώρημα” που η ανθρωπότητα έχει ανάγκη.

Το ρήγμα μεγαλώνει.

Και μέσα από αυτό αναδύεται το στοίχημα της κατάργησης ενός βάρβαρου, απάνθρωπου και εκμεταλλευτικού συστήματος, το στοίχημα της κατάργησης της δικτατορίας του κεφαλαίου. Το στοίχημα της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής και της συγκρότησης ενός άλλου σχεδιασμού οργάνωσης της οικονομίας και των κοινωνικών σχέσεων που θα βάζει στο επίκεντρο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του και όχι τα κέρδη των καπιταλιστών.

Όσο αυτοί μας λένε κυνικά το ποιοι αξίζουμε να ζούμε και ποιοι όχι, υπολογίζοντας μάταια σε αναίμακτες και “εύκολα εφαρμόσιμες” πολιτικές μετά τις 25 Ιούνη χωρίς να λαμβάνουν υπόψιν τον λαϊκό παράγοντα, το καθήκον της οργάνωσης των αντιστάσεων των εργαζομένων και του λαού, τη στιγμή που ο αγώνας θα αποτελεί ανάγκη και μονόδρομο επιβίωσης για εκατομμύρια ανθρώπους, να γίνει η δική μας προτεραιότητα.

Γιατί όποια κι αν είναι η επόμενη κυβέρνηση, θα είναι αδύναμη μπροστά σε έναν οργανωμένο, αποφασισμένο, αυτοδύναμο λαό.