Πέθανε σήμερα, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες
Για το μουσικό έργο του, γέννημα θρέμμα και, επί δεκαετίες, συνοδό του λαού, των προβλημάτων και των αγώνων του, ο ίδιος είχε αναφέρει:
«Θεωρούσα κι εγώ ότι η μουσική κατάγεται από τους φυσικούς ήχους και ότι πηγές της ήταν τα βουητά των χειμάρρων, τα κελαηδήματα των πουλιών, η ομιλία των ανθρώπων, οι μουσικές των λαών αλλά και οι σύγχρονες αρμονίες από τα ακούσματα των μεγάλων πόλεων. Αναζητούσα μια αισθητική που δε θα εξαιρούσε από την τέχνη της μουσικής την προσέγγισή της στην έκφραση ζωής των ανθρώπων μέσα στις κοινωνίες».
«Το αληθινό τραγούδι ξεκινά από μια φοβερή ανάγκη και βυθίζεται στον κόσμο που ομαδικά το στερεώνει, αλλάζοντας το, ερμηνεύοντας το ή ακούγοντάς το την ώρα που ζει (…). Το πρώτο υλικό ξεκινά από τον κόσμο και τελειώνει πάλι σ΄αυτόν».
Το μουσικό του έργο εκτείνεται από το έντεχνο τραγούδι έως τις συνθέσεις για συμφωνική ορχήστρα και από την κινηματογραφική και θεατρική μουσική έως την όπερα και τα ορατόριο. Με τη μουσική του πρόταση που την ονόμασε «Επιστροφή στις ρίζες» δημιούργησε μία δική του σχολή στο ελληνικό τραγούδι, ενώ τα συμφωνικά του έργα – όπου συναντώνται ελληνικά παραδοσιακά όργανα, όπως η λύρα και το σαντούρι με εκείνα της συμφωνικής ορχήστρας – αποτέλεσαν νέα πρόταση για την παγκόσμια μουσική σκηνή. Τραγούδια του, όπως τα «Λόγια και τα χρόνια», «Οχτροί», «Χίλια μύρια κύματα», «Λένγκω (Ελλάδα)», «Γίγαντας», «Κάτω στης μαργαρίτας το αλωνάκι», «Το Καφενείον η Ελλάς», «Ο τόπος μας είναι κλειστός», «Παραπονεμένα Λόγια», «Μιλώ για τα παιδιά μου», αλλά και το παραδοσιακό «Πότε θα κάνει ξαστεριά», έγιναν σύμβολα και μύθοι.
Μέσα στο πλούσιο έργο του, ξεχωρίζει ο δίσκος του «Χρονικό» που κυκλοφόρησε το 1970, σε ποίηση Κ. Χ. Μύρη (Κώστα Γεωργουσόπουλου), με ερμηνευτές τον Νίκο Ξυλούρη, τον οποίο συνέστησε στο ελληνικό κοινό και την Τάνια Τσανακλίδου. Η πορεία του συνέχισε με τα έργα του «Ιθαγένεια» (1970) σε στίχους Κ. Χ. Μύρη και «Ριζίτικα» (1971) με ερμηνευτή τον Νίκο Ξυλούρη, εδραιώνει τις αντιλήψεις του για την ελληνική μουσική, που συνοψίζονται στο σύνθημα «επιστροφή στις ρίζες», που «δε σημαίνει παραδοσιολαγνεία, συντήρηση ή πολύ περισσότερο οπισθοδρόμηση, αλλά δυναμική πορεία προς το μέλλον, με αφετηρία την εμπειρία από το παλιό και δοκιμασμένο παραδοσιακό υλικό», όπως σημειώνει ο εθνομουσικολόγος Γιώργος Αμαργιανάκης.
Το «Διάλειμμα» (1972) ήταν μία συλλογή τραγουδιών, μερικά από τα οποία ανέδειξαν τη σατιρική πλευρά του Μαρκόπουλου («Του άνδρα του πολλά βαρύ» είναι ένα χαρακτηριστικό τραγούδι που γνώρισε μεγάλη επιτυχία με ερμηνευτή τον Θέμη Ανδρεάδη). Μεγαλύτερη επιτυχία γνώρισε το «Θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν» με ερμηνευτή τον Θέμη Ανδρεάδη, που κυκλοφόρησε σε σινγκλ εκείνη την περίοδο. Ήταν ένα εύληπτο τραγούδι, με ξεκάθαρα όμως αντιχουντικά μηνύματα.
Με τα τρία ολοκληρωμένα έργα που παρουσίασε το 1974 («Θητεία» σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, «Μετανάστες» σε στίχους Γιώργου Σκούρτη και «Θεσσαλικός Κύκλος» σε στίχους Κώστα Βίρβου) πληθαίνουν οι αναφορές του στο λαϊκό τραγούδι, για να φτάσει το 1976 με το «Οροπέδιο» σε ποίηση Μιχάλη Κατσαρού, σε μίξη όλων αυτών των επιδράσεων με ένα ηλεκτρονικό άκουσμα. Από του δίσκους αυτούς ξεχωρίζουν τραγούδια όπως τα «Μιλώ για τα παιδιά μου», «Φάμπρικα», «Τα Λόγια Και Τα Χρόνια», «Μαλαματένια Λόγια», με ερμηνευτές τους Χαράλαμπο Γαργανουράκη (ανακάλυψη του συνθέτη μετά τον Νίκο Ξυλούρη), Λάκη Χαλκιά, Τάνια Τσανακλίδου, Βίκυ Μοσχολιού, Παύλο Σιδηρόπουλο και Λιζέτα Νικολάου.
Το 1977 μελοποίησε τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Διονυσίου Σολωμού, ένα από τα σπουδαιότερα και πιο απαιτητικά έργα του συνθέτη.