Σχετικά με τον ξυλοδαρμό του υπαλλήλου της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων Μανώλη Ψαρρού

Η έκτακτη ανακοίνωση της κυβέρνησης για αναστολή των οικοδομικών αδειών στις εκτός σχεδίου περιοχές της Μυκόνου, μόνο ως επικοινωνιακός ελιγμός μπορεί να εκληφθεί.

Ο ξυλοδαρμός του υπαλλήλου της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων Μανώλη Ψαρρού από μπράβους της επιχειρηματικής μαφίας της Μυκόνου, δεν φέρνει στο φως μονάχα το οργανωμένο έγκλημα πίσω από την εγχωρία «βαριά βιομηχανία» του τουρισμού, αλλά και την άμεση διαπλοκή του με το κράτος.

Οι τραμπουκισμοί, οι ξυλοδαρμοί και οι απειλές αποτελούν τον άγραφο νόμο της τουριστικής αγοράς, τόσο απέναντι σε εργαζόμενους που διεκδικούν τα νόμιμα δεδουλευμένα τους όσο και σε αυτούς που τολμούν να καταγγέλλουν τις αυθαιρεσίες τους, όπως η περίπτωση του Μανώλη Ψαρρού που κατήγγειλε την καταπάτηση αρχαιολογικών χώρων από τουριστικές επιχειρήσεις της Μυκόνου.

Το βάθος της διαπλοκής ανάμεσα στην μαφία της τουριστικής βιομηχανίας και το κράτος, τόσο σε σχέση με την εξαγορά της αστυνομίας ως υπαλληλικό προσωπικό που συγκαλύπτει τις αυθαιρεσίες με το αζημίωτο, όσο και με τις εκάστοτε κυβερνήσεις που νομοθετούν κατά παραγγελία των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, γίνεται ξεκάθαρο και από το νέο πολυνομοσχέδιο που κατατέθηκε προς ψήφιση στη Βουλή.

Σύμφωνα λοιπόν με το νομοσχέδιο, εκτός από την ιδιωτικοποίηση του νερού, προβλέπονται μια σειρά από «φωτογραφικές» (αντι)περιβαλλοντικές διατάξεις προς όφελος των τουριστικών επιχειρήσεων όπως:

– η αδειοδότηση ανέγερσης τουριστικών εγκαταστάσεων σε απόσταση μόλις 30μ από τον αιγιαλό

– η νομιμοποίηση παράνομων δρόμων ή η διάνοιξη νέων μέσω των Ειδικών Πολεοδομικών Σχεδίων, ώστε να καταστεί οικοδομήσιμη η έκταση ενός ιδιώτη που θα υλοποιήσει «στρατηγική επένδυση»

– η επέκταση της δυνατότητας κατασκευής τουριστικών χωριών (σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων), εκτός από δημόσιες δασικές εκτάσεις και σε ιδιωτικές

– η δυνατότητα οι ζώνες που καθορίζονται μέσα σε μια προστατευόμενη περιοχή (π.χ. απόλυτης προστασίας, προστασίας της φύσης) να χωρίζονται σε «υπο-ζώνες» με ασαφή κριτήρια και χωρίς περιορισμούς

– η επέκταση των ορίων οικισμών και η δυνατότητα οι υφιστάμενες δραστηριότητες εντός προστατευόμενων περιοχών να μένουν ως έχουν και όσες έχουν αδειοδοτηθεί να μπορούν να υλοποιηθούν, ανεξάρτητα με το αν έχουν επιπτώσεις στην ακεραιότητα της προστατευόμενης περιοχής