Η LAMDA, το «Ελληνικό» και τα νοίκια…

Την ίδια ώρα που το κέντρο της Αθήνας έχει μετατραπεί σε εμπορικό προιόν και οι περισσότερες επαρχιακές πόλεις και τα νησιά σε «ονειρικούς παρθένους παρεθεριστικούς προορισμούς» κατανάλωσης και εκμετάλλευσης, το δικαίωμα στη στέγαση και η προστασία της πρώτης κατοικίας έχουν μπει στο στόχαστρο των διαφόρων funds και του real estate κεφαλαίου.

Το αστικό τοπίο γενικά και ειδικά της Αθήνας, προσιδιάζει με ένα τεράστιο πεδίο ανοικοδόμησης την ίδια ώρα που ο πλανήτης των slums συγκρούεται όλο και περισσότερο με τον πλανήτη των σύγχρονων μεγαλουπόλεων. Η ταξική δομή της πόλης σήμερα γίνεται πιο ξεκάθαρη από ποτέ, ενώ το πάλαι ποτέ δικαίωμα στην κατοικία αποτελεί προνόμιο για λίγους και εκλεκτούς.

Μέσα σε αυτό το real estate περιβάλλον έρχεται να προστεθεί και η επένδυση του Ελληνικού, με τη LAMDA να ανακοινώνει την υπογραφή συμβολαίων για το 75% του συνόλου των διαμερισμάτων αυτού του στεγαστικού θήλακα με τα ποσά να κυμαίνονται μεταξύ 7.500 ως και 26.000 ευρώ ανά τετραγωνικό. Οι βραχυχρόνιες μισθώσεις, τα επενδυτικά συμβόλαια και τα νομικά παραθυράκια τύπου «Χρυσής Βίζας», καθώς και η κατάργηση οποιασδήποτε προστασίας της πρώτης κατοικίας, με την πρόσφατη καταφατική απόφαση του Αρείου Πάγου να παραχωρήσει άσυλο στα κοράκια των funds και στους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας, έχουν ανοίξει το δρόμο για την ολοένα και περισσότερη εκμετάλλευση και εμπορευματοποίηση του αστικού τοπίου, με ότι αυτό συνεπάγεται.

Και όσο οι ανάγκες του νοικοκυριού αγγίζουν το 40% και πλέον του μισθού και 3 στους 4 νέους ηλικίας 18 ως 44 ετώς δηλώνουν ότι το ενοίκιο που πληρώνουν τους προκαλέι άγχος, οι κύριοι του Ελληνικού και του κάθε Ελληνικού εμπορεύονται το δημόσιο χώρο και τη κατοικία στο όνομα της πετυχημένης και κερδοφόρας αναπτυξιακής πολιτικής.

Και το ζήτημα ίσως να μην είναι τα νότια προάστια, που στην τελική ανέκαθεν αποτελούσαν μια βιτρίνα δυτικής ριβιέρας, αλλά αυτή η πολιτική πρακτική της κατανάλωσης της στέγης, της πόλης και τελικά της κατανάλωσης της καθημερινής ζωής.