Αφιέρωμα στον Κ. Μαρξ | Βιογραφία – 1ο Μέρος (Μέχρι την συγγραφή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου)
Σαν σήμερα, 133 χρόνια πριν, στις 14 Μαρτίου του 1883 φεύγει από την ζωή ο επαναστάτης, φιλόσοφος και ιδρυτής του επιστημονικού κομμουνισμού Καρλ Μαρξ στα 65 του χρόνια.
Ο Καρλ Μαρξ γεννήθηκε στις 5 Μαΐου 1818 στο Τρίερ της Πρωσίας. Καταγόταν από ευκατάστατη και προοδευτική οικογένεια, με τον πατέρα του, Χάινριχ να είναι επιτυχημένος δικηγόρος με ιδιαίτερα έντονη ενασχόληση με τα κοινά. Συγκεκριμένα, ο Χάινριχ Μαρξ αφοσιωμένος στις ιδέες του Καντ και του Βολταίρου συμμετείχε στις κινητοποιήσεις για τη δημιουργία νέου συντάγματος στην Πρωσία. Αν και η οικογένεια του Καρλ Μαρξ, τόσο από την πλευρά του πατέρα του όσο και από την πλευρά της μάνας, Ενριέτας Πρίσμπουργκ, είχε εβραϊκή καταγωγή και προερχόταν από μια γενιά ραβίνων, ο πατέρας του αποφάσισε να μεταστραφεί στον προτεσταντισμό το 1816, με την οικογένεια να ακολουθεί. Η απόφασή για αλλαγή θρησκείας ήρθε ως αντίδραση στον πρωσικό αντισημιτικό νόμο του 1815, ο οποίος απαγόρευε στους εβραϊκής καταγωγής πολίτες να ασκούν ανώτερα καθήκοντα.
Κατά τα χρόνια της μαθητικής του ζωής, ο Καρλ Μαρξ, παρουσιάζει μέτριες επιδόσεις. Ωστόσο, έπειτα από κατ’ οίκων διδασκαλία έως τα 12 έτη του και πέντε χρόνια μαθητείας στο ιησουητικό γυμνάσιο του Τριέρ, περνά στο Πανεπιστήμιο της Βόνης το 1835. Τα μαθήματα που παρακολουθεί αφορούν αποκλειστικά τις ανθρωπιστικές επιστήμες, σε θέματα όπως η ελληνική και ρωμαϊκή μυθολογία και η ιστορία της τέχνης. Ωστόσο, ο Κ. Μαρξ δεν επικεντρώνεται στις σπουδές του αλλά παρουσιάζει μια ταραχώδη προσωπική ζωή. Έτσι, ο πατέρας του αποφασίζει να τον μετεγγράψει από το Πανεπιστήμιο της Βόνης στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου το οποίο θεωρούνταν καλύτερο ως ακαδημαϊκό ίδρυμα.
Σε αυτό το σημείο να υπενθυμίσουμε ότι στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου είχε διδάξει μέχρι το 1931 ο Γερμανός φιλόσοφος και κύριος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού Χέγκελ, ο οποίος έμεινε γνωστός στην ιστορία για τη διαλεκτική θεωρία του.
Ο Μαρξ στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου σπουδάζει φιλοσοφία και νομικά. Έτσι, γνωρίζει την Χεγκελιανή θεωρία και τον γερμανικό ιδεαλισμό τον οποίο αρχικά απεχθάνεται. Χαρακτηριστικά, για τον Χέγκελ και τη φιλοσοφική του προσέγγιση όταν ο Μαρξ ήταν άρρωστος είχε γράψει στον πατέρα του προκειμένου να του εξηγήσει την κατάσταση στην οποία βρισκόταν «από έντονη ενόχληση που έπρεπε να κάνει είδωλο μια άποψη που απεχθανόμουν». Ωστόσο, λόγω της τεράστιας επιδραστικότητας του Χέγκελ στις ριζοσπαστικές ιδέες της εποχής στο Βερολίνο ο Μαρξ εντάσσεται στους Νέους Χεγκελιανούς οι οποίοι ερμήνευαν την χεγκελιανή θεωρία αναδεικνύοντας τα αθεϊστικά και επαναστατικά χαρακτηριστικά της. Παράλληλα, οι Νέοι Χεγκελιανοί έχουν μια σχετικά αόριστη πολιτική δράση στοχεύοντας τους πρωσικούς θρησκευτικούς και πολιτικούς θεσμούς. Υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν, ο Κ. Μαρξ αρχίζει να αναπτύσσει την ριζοσπαστική του πολιτική δράση και σκέψη.
Απέναντι σε αυτήν την κατάσταση η πρωσική εξουσία, φοβούμενη την υπονόμευση της από τους Νέους Χεγκελιανούς, αντιδρά έντονα και μεθοδικά εκδιώκοντας τους τελευταίους από τα ακαδημαϊκά ιδρύματα. Λόγω της γενικότερης πολιτικής κατάστασης οι σπουδές του Κ. Μαρξ, υπονομεύονται. Ωστόσο, έπειτα από πιέσεις από τον στενό φιλικό του κύκλο υποβάλει τη διδακτορική του διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Ιένας, το οποίο δεν ήταν τόσο απαιτητικό όσο άλλα ακαδημαϊκά ιδρύματα της εποχής, συμπεριλαμβανομένου και του πανεπιστημίου του Βερολίνου. Εν τέλει, το 1841, ο Μαρξ υποστηρίζει την διατριβή του η οποία ανέλυε με χεκγελιανό τρόπο τη διαφορά μεταξύ των φυσικών φιλοσοφιών του Δημόκριτου και του Επίκουρου.
Το ίδιο έτος δημοσιεύεται και το Das Wesen des Christentums (1841, Η ουσία του Χριστιανισμού) του Λούντβιχ Φόιερμπαχ το οποίο ασκεί δραστική επιρροή στους Νέους Χεγκελιανούς. Στο εν λόγω έργο, κατά το Μαρξ, ασκείτε με επιτυχία κριτική στον ιδεαλισμό του Χέγκελ, ο οποίος θεωρούσε ότι η ύλη ήταν κατώτερη και εξαρτώμενη από τις ιδέες. Αντίθετα, όπως υποστηριζόταν από τον Φόιερμπαχ η ύλη ήταν αυτή που καθορίζει τις ιδέες και το πνεύμα. Από εκείνο το σημείο και έπειτα, η φιλοσοφική προσέγγιση του Μαρξ αρχίζει και διαμορφώνεται συνδυάζοντας τις προσεγγίσεις του Χέγκελ και του Φόιερμπαχ δημιουργώντας της θεωρία του διαλεκτικού υλισμού.
Περίπου έναν χρόνο αργότερα, τον Ιανουάριο του 1842, ο Μαρξ ξεκινά να εργάζεται και να αρθρογραφεί στη νεοϊδρυθείσα εφημερίδα Rheinische Zeitung στην Κολωνία η οποία αποτελούσε το φιλελεύθερο δημοκρατικό όργανο μιας ομάδας νέων εμπόρων, τραπεζιτών και βιομηχάνων σε μια περιοχή που ήταν το κέντρο της Βιομηχανικής ανάπτυξης της Πρωσίας. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Μαρξ συγγράφει ένα δοκίμιο για την ελευθερία του Τύπου, καταδικάζοντας τη λογοκρισία. Λίγο αργότερα, στις 15 Οκτωβρίου του 1842, αναλαμβάνει τη θέση του εκδότη της εφημερίδας, γράφοντας άρθρα για διάφορα κοινωνικά και οικονομικά θέματα, από τη στέγαση των φτωχών του Βερολίνου μέχρι το νέο φαινόμενο του κομμουνισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, απομακρύνεται σταδιακά από τους χεγκελιανούς, οι οποίοι πίστευαν ότι η δριμεία κριτική στους αστούς επαρκούσε και έπρεπε να είναι ο κύριος τρόπος κοινωνικής δραστηριότητας.
Παρά την επιτυχία της εφημερίδας, οι πρωσικές αρχές την αναστέλουν επειδή θεωρείται υπερβολικά ειλικρινής, με αποτέλεσμα ο Μαρξ να συμφωνήσει να εκδώσει μαζί με τον Arnold Ruge τα Deutsch-französische Jahrbücher (“Γερμανο-Γαλλικά Χρονικά). Ωστόσο, λόγω των διαφωνιών μεταξύ των εκδοτών και των δυσκολιών που προέκυπταν λόγω της απαγόρευσης της διακίνησης του εντύπου, θα κυκλοφορήσει μόνο ένα τεύχος από τα «Γερμανό-Γαλλικά Χρονικά». Παρόλα αυτά, ήδη από το πρώτο τεύχος φαίνεται ότι ο Μαρξ λαμβάνει μια επαναστατική θέση την ίδια στιγμή που προσπαθεί να απευθυνθεί στις πλατιές λαϊκές μάζες για την καταπίεση που υφίστανται. Έχοντας αυτήν την κεκτημένη ταχύτητα ο Μαρξ ήδη από το 1843 είναι ιδιαίτερα πολυγράφων δημοσιεύοντας πληθώρα δοκιμίων και κριτικών σε διάφορα φιλοσοφικά και επιστημονικά ρεύματα. Έτσι αρχίζει και γίνεται γνωστός τόσο για τις επιστημονικές και φιλοσοφικές του θέσεις, όσο και για τις ριζοσπαστικές και επαναστατικές του ιδέες.
Παράλληλα, τον Αύγουστο του 1844, ο Μαρξ γνωρίζει στο Παρίσι των Φρίντριχ Ένγκελς. Οι Μαρξ και Ένγκελς λαμβάνουν ιδιαίτερα ενεργό ρόλο στις επαναστατικές ομάδες του Παρισιού οι οποίες είναι εξόχως δραστήριες εκείνο το διάστημα. Ταυτόχρονα, δεν σταματούν να αρθρογραφούν επηρεάζοντας εγκάρσια τα επαναστατικά κινήματα και τις επαναστατικές ιδέες τις εποχής. Όμως, λόγω της έντονης δράσης του ο Μαρξ χαρακτηρίζεται ως επικίνδυνος επαναστάτης και απελαύνετε το 1845 από το Παρίσι καταφεύγοντας στις Βρυξέλες. Εκεί αποστρέφεται πλήρως τις ιδέες των Νέων Χεγκελιανών υιοθετώντας πιο σοσιαλιστικές πεποιθήσεις, ενώ το διάστημα 1845-1846 γράφει και τη «Γερμανική Ιδεολογία» στην οποία εισάγει την έννοια του Ιστορικού Υλισμού. Συγκεκριμένα, ο βασικός στόχος του συγγράμματος ήταν να δείξει πώς, ιστορικά, οι κοινωνίες είχαν δομηθεί για να προωθήσουν τα συμφέροντα της οικονομικά κυρίαρχης τάξης. Ωστόσο, η «Γερμανική Ιδεολογία» διακινείται μόνο σε ριζοσπαστικούς και αριστερούς κύκλους στην Γερμανία και τη Γαλλία εφόσον όλοι οι εκδοτικοί οίκοι αρνούνται να την εκδώσουν. Παράλληλα, ο Μαρξ το 1847 συγγράφει το έργο «Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας» κάνοντας κριτική στον Προυντόν.
Λίγο αργότερα, τον Ιούνιο του 1847 μια μυστική οργάνωση, «η Ένωση των Δίκαιων», αποτελούμενη κυρίως από μετανάστες Γερμανούς εργάτες, συναντάται στο Λονδίνο και αποφασίζει να διαμορφώσει ένα πολιτικό πρόγραμμα. Έτσι, ζητά από τον Μαρξ να ενταχθεί στη Ένωση ο οποίος εν τέλει δέχτηκε και από κοινού με τον Ένγκελς οργανώθηκαν. Στην συνέχεια η Ένωση μετονομάστηκε σε «Κομμουνιστική Λίγκα» ενώ οι Μαρξ και Ένγκελς συνέγραψαν το Πολιτικό Πρόγραμμα της όπου υποστηριζόταν ότι όλη η ιστορία ήταν μέχρι τώρα μια ιστορία ταξικών αγώνων, συνοψίζοντας την υλιστική αντίληψη της ιστορίας που αναπτύχθηκε στη Γερμανική Ιδεολογία, και υποστήριζε ότι η επερχόμενη νίκη του προλεταριάτου θα έβαζε για πάντα τέλος στην ταξική κοινωνία. Παράλληλα, ασκείται δριμεία κριτική σε διάφορες πρότερες προτάσεις επί του σοσιαλισμού, απορρίπτοντας μεμονωμένες προσπάθειες μέσα στην κοινότητα. Επιπρόσθετα, στο εν λόγω πολιτικό πρόγραμμα καθορίζονται δέκα άμεσα μέτρα ως πρώτα βήματα προς τον κομμουνισμό, που κυμαίνονται από έναν προοδευτικό φόρο εισοδήματος και την κατάργηση των κληρονομιών μέχρι τη δωρεάν εκπαίδευση.
Αυτό το πολιτικό πρόγραμμα είναι το γνωστό «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» το οποίο κλείνει με τη φράση «Οι προλετάριοι δεν έχουν τίποτα να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες του».