Ακρίβεια και Ανισότητες: Ποιος Πληρώνει το Βαρύ Τίμημα;
Σήμερα, τα λαϊκά νοικοκυριά αντιμετωπίζουν ένα πρωτόγνωρο κύμα ακρίβειας. Σύμφωνα με τον δείκτη τιμών καταναλωτή, οι τιμές αυξήθηκαν κατά 19% από τον Ιανουάριο του 2021 έως τον Ιούλιο του 2024. Η αστική τάξη και το κράτος της παρουσιάζουν αυτό το κύμα ως «εισαγόμενο», αποδίδοντάς το σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση. Ωστόσο, τα αποτελέσματα αυτής της ακρίβειας πλήττουν δυσανάλογα την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, ενώ, αντίθετα, οι μεγάλες επιχειρήσεις αυξάνουν συνεχώς τα κέρδη τους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μείωση των πραγματικών μισθών (δηλαδή των μισθών όταν αφαιρεθεί η επίδραση του πληθωρισμού) κατά 9,4% για την περίοδο 2022-2023, την ίδια στιγμή που τα κέρδη των ελληνικών επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 9,3%. Η εικόνα είναι σαφής: Η ακρίβεια για τους φτωχούς είναι τα πλούτη των πλουσίων.
Η κατάσταση στην αγορά ακινήτων είναι εξίσου αποκαλυπτική. Τα ενοίκια έχουν αυξηθεί κατά 43-52% από το 2018, καθιστώντας την εύρεση κατοικίας όλο και πιο δύσκολη για τα νοικοκυριά. Το Airbnb και οι πολιτικές που διευκολύνουν την απόκτηση Golden Visa έχουν συμβάλει στην εκτίναξη των τιμών, μειώνοντας παράλληλα την προσφορά κατοικιών για μακροχρόνια μίσθωση. Μόλις το 6% των ξένων επενδυτών που αποκτούν Golden Visa χρησιμοποιούν την κατοικία που αγοράζουν για ίδια χρήση, με τους υπόλοιπους να τη διαθέτουν για βραχυχρόνια ενοικίαση. Το φαινόμενο αυτό επιβαρύνει περαιτέρω τις τιμές των ενοικίων και τον στεγαστικό τομέα.
Παρά την κρίση, η κυβέρνηση παρουσιάζει την αύξηση των ξένων άμεσων επενδύσεων στον τομέα του real estate ως επιτυχία. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επενδύσεις αυτές αυξήθηκαν από 2,06 δισ. ευρώ την περίοδο 2002-2017 σε 6,7 δισ. ευρώ την περίοδο 2018-2023. Ωστόσο, αυτές οι επενδύσεις δεν λύνουν το πρόβλημα της στέγασης για τον μέσο πολίτη.
Παράλληλα, το πρόγραμμα «Σπίτι μου ΙΙ» της κυβέρνησης, το οποίο προβλέπει την πριμοδότηση δανείων για την απόκτηση κατοικίας, αντί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της στεγαστικής κρίσης, αποτελεί ακόμη μία μεταφορά πλούτου από τα νοικοκυριά προς τις τράπεζες, ενισχύοντας την τραπεζική κερδοφορία.
Η εικόνα αυτή επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ), σύμφωνα με τα οποία το 72,5% των καταθετών διαθέτουν καταθέσεις κάτω από 1.000 ευρώ, ενώ μόλις το 0,7% των καταθετών κατέχουν πάνω από 100.000 ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 42% των συνολικών καταθέσεων. Αυτά τα στοιχεία υπογραμμίζουν τη βαθιά ανισότητα στην κατανομή του πλούτου στη χώρα. Παράλληλα, όμως, γίνεται εμφανές ότι η αφήγηση που έρχεται από τα πάνω και θέλει να μας πείσει πως «ακόμα υπάρχει ψωμί» στα νοικοκυριά και ας γκρινιάζουν είναι απόλυτα ψευδής.
Έτσι, επιβεβαιώνεται με τον πιο βίαιο τρόπο ότι ο πληθωρισμός και η ακρίβεια δεν είναι φυσικά φαινόμενα, ούτε αποκλειστικά αποτέλεσμα εξωτερικών παραγόντων, όπως ο πόλεμος ή η πανδημία. Αντίθετα, αποτελούν αποτέλεσμα κερδοσκοπικών πρακτικών από τα μονοπώλια, που εκμεταλλεύονται την κρίση για να αυξήσουν τα κέρδη τους. Με τη προστασία του κράτους, τα μονοπώλια καταληστεύουν το εισόδημα των εργαζομένων, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση των συνθηκών διαβίωσης των λαϊκών στρωμάτων.
Επιπρόσθετα, οι συνεχείς αυξήσεις στο κόστος γύρω από την «Υγεία» και την «Εκπαίδευση» με την παράλληλη προσπάθεια ιδιωτικοποίησης τους, κατ’ επιταγή της ΕΕ και του ντόπιου κεφαλαίου, δημιουργούν ένα ασφυκτικό περιβάλλον για τις λαϊκές οικογένειες οι οποίες δεν μπορούν ανταπεξέλθουν στην συνεχή αύξηση του κόστους ζωής.
Ταυτόχρονα, όμως, συνεχώς αυξάνονται οι δαπάνες που διοχετεύονται στην αστυνομία, στους πολεμικούς εξοπλισμούς και στην αναβάθμιση των ΝΑΤΟϊκών βάσεων, την ίδια ώρα που στέλνονται φρεγάτες στη Μέση Ανατολή για να βοηθήσουν στην γενοκτονία του παλαιστινιακού λαού.
– Η ανάγκη οργάνωσης της εργατικής τάξης. –
Απέναντι σε όλα αυτά, ως μοναδική βιώσιμη λύση, αναδεικνύεται η οργάνωση της εργατικής τάξης, τόσο στα σωματεία όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Είναι ξεκάθαρο άλλωστε, ότι η ακρίβεια είναι ταξική βία, και ο αντίστοιχος ταξικός πόλεμος έχει ήδη επιβληθεί από την αστική τάξη στην εργατική και τα λαϊκά στρώματα. Ως εκ τούτου, αποτελεί μονόδρομο και αναγκαία συνθήκη για την βελτίωση των όρων ζωής της εργατικής τάξης και του λαού, η οργάνωση όλων όσων πλήττονται στα σωματεία τους με στόχο την ταξική επανανοηματοδότηση τους, την μαζικοποίηση τους και την ενίσχυση τους ως κέντρα λήψης αποφάσεων των εργατών απέναντι και μακριά από την εργοδοσία. Ταυτόχρονα, όμως, τόσο τα σωματεία όσο και οι πολιτικές οργανώσεις πρέπει να αναδεικνύουν συνεχώς το ζήτημα του βαθέματος της εξάρτησης του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού από το ευρωατλαντικό ιμπεριαλιστικό άρμα, εντός του οποίου το μέλλον της εργατικής τάξης και του λαού είναι δυσοίωνο. Έτσι, πρέπει η πάλη τους να προσανατολίζεται στην απεμπλοκή της χώρας από τους εν λόγω ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς με παράλληλο στόχο την ανατροπή του καπιταλιστικού/ιμπεριαλιστικού συστήματος.