Διαρκής Αγώνας | Εισήγηση στην εκδήλωση για τις συνδικαλιστικές – πολιτικές διώξεις εκπαιδευτικών & του διοικητικού Δ. Αντωνίου
Ξεκινώντας, έχει τη σημασία του να αναφέρουμε ότι ο εκπαιδευτικός κλάδος ήταν ανέκαθεν ένας κλάδος αγωνιστικός, ένας κλάδος που βρισκόταν πάντα στην πρώτη γραμμή σε εκπαιδευτικές, εργατικές, κοινωνικές και ταξικές διεκδικήσεις. Από το μακρινό 1976 με την “μεταρρύθμιση Ράλλη” και τη διετία 1990-1991 κατά την οποία ολόκληρο πολυνομοσχέδιο καταργήθηκε στους δρόμους (καταλήψεις γυμνασίων, λυκείων, ΑΕΙ, ΤΕΙ), με αποκορύφωμα την εξέγερση στις 10 και 11 Γενάρη του ’91 όπου το κέντρο της Αθήνας έγινε κυριολεκτικά πεδίο μάχης, μέχρι τους πρόσφατους αγώνες του πανεκπαιδευτικού κινήματος το ’06-’07 ενάντια στον νόμο-πλαίσιο Γιαννάκου και, ακόμα πιο πρόσφατα, το νομοσχέδιο Κεραμέως -Χρυσοχοϊδη (ν.4777) και τον νόμο για τα ιδιωτικά ΑΕΙ, οι δάσκαλοι & οι καθηγητές πάντα ήταν στην πρώτη γραμμή των αγώνων. Αξίζει να σημειωθεί πως οι αγώνες αυτοί που έδωσαν και δίνουν οι εκπαιδευτικοί, σπάνια και ελάχιστα εκπορεύονται από συντεχνιακά ζητήματα που αφορούν καθαρά θέματα οικονομικά, μισθολογικά, συνθηκών του κλάδου τους. Αντίθετα, αυτός ο κλάδος, που εσκεμμένα τόσο πολύ έχει λοιδορηθεί από τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης ως οι τεμπέληδες που βαριούνται να δουλέψουν, όταν αγωνίζεται, παλεύει για όλους μας και αυτό χαίρει ακόμα μεγαλύτερου σεβασμού. Αγωνίζεται για ζητήματα καθολικά κοινωνικά και ταξικά , προασπιζόμενοι τη δημόσια, δωρεάν εκπαίδευση για όλους και όλες, την ποιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας και την κατάργηση των ταξικών, φυλετικών κ.α. φραγμών. Για το αναφαίρετο δικαίωμα όλων των παιδιών και των οικογενειών τους στην ελεύθερη πρόσβαση στην εκπαίδευση χωρίς διακρίσεις και με ποιοτικούς όρους. Κάτι που κάθε άλλο παρά δεδομένο μπορεί να θεωρηθεί στο σήμερα.
Η αναγνώριση της εκπαίδευσης ως δομικού πυλώνα αναπαραγωγής των κοινωνικών συστημάτων, η τροφοδότησή του από το μαχητικό πνεύμα της νεολαίας και από τις αντιστάσεις που προβάλουν οι μαθητές και οι φοιτητές/τριες, μαζί με την σταδιακά αναπτυσσόμενη παρακαταθήκη των αγώνων του παρελθόντος, αποτελούν -πιθανόν- κάποιους από τους λόγους της αγωνιστικότητας αυτού του κλάδου.
Θα μπορούσαμε, επιγραμματικά και κάπως αφαιρετικά, να πούμε ότι είναι ακριβώς αυτοί και οι λόγοι για τους οποίους χτυπιέται στο σήμερα σε αυτό το βαθμό ο χώρος της εκπαίδευσης από τους από τα πάνω.
Η υλική πραγματικότητα, όμως, είναι πιο σύνθετη και αν θέλουμε να κατανοήσουμε σε βάθος τις αιτίες αυτής της επίθεσης για να την αντιπαλέψουμε μετέπειτα με ευνοϊκότερους όρους, θα πρέπει να αναλύσουμε από τη μία το ρόλο της εκπαίδευσης σε ένα καπιταλισικό κεφαλαιοκρατικό σύστημα και από την άλλη το κοινωνικό – οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο συντελείται η επίθεση αυτή στο σήμερα.
Ο ρόλος, λοιπόν, η σημασία κι ο σκοπός των πανεπιστημίων και των σχολείων σχετίζεται άμεσα με το υπάρχον σύστημα οργάνωσης των παραγωγικών σχέσεων, τον τρόπο διαχείρισης του και τις επακόλουθες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούν. Στο καπιταλιστικό σύστημα, όπου όλα είναι εμπορεύματα και ο σκοπός είναι η συνεχής άντληση κέρδους, η εκπαίδευση δε θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση.
Αναλυτικά, στα πλαίσια του καπιταλισμού, το υποτιθέμενο “δικαίωμα στη μόρφωση” δίνεται υπό συνθήκες, ακόμα και από το σχολείο που στις ανεπτυγμένες κοινωνίες θεωρείται ως “βασική υποχρεωτική μόρφωση”. Πολλά άτομα αποκλείονται από την εκπαιδευτική διαδικασία. Να μην ξεχνάμε αλλώστε ότι στην Ελλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα οι γυναίκες αποκλείονταν από όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης- ή δεν υπήρχε επαρκής κρατική μέριμνα για τη συνέχεια της μόρφωσής τους, είτε λόγω φυλής, είτε λόγω ταξικών κριτηρίων. To γεγονός αυτό αποτυπώνεται και εγχώρια, χαρακτηριστικά στα αυξημένα ποσοστά μαθητικής διαρροής μεταναστών ή μειονοτικών πληθυσμών (όπως οι Ρομά), στα ποσοστά αναλφαβητισμού καθώς και στα μειωμένα ποσοστά φοίτησης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ατόμων προερχόμενων από κατώτερα κοινωνικά στρώματα έναντι εκείνων που προέρχονται από ανώτερα, επιβεβαιώνοντας την ταξική φύση της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά την κατάσταση στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, τις τελευταίες δεκαετίες το σχολείο απαξιώνεται και υποβαθμίζεται συστηματικά μέσω της υποχρηματοδότησης, της υποστελέχωσης, και της εντατικοποίησης της -ολοένα και περισσότερο – αποστειρωμένης εκπαιδευτικής διαδικασίας. Καθώς και μέσω της μετατροπής του σε απλό προθάλαμο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση και κατώφλι της φιλελεύθερης αγοράς εργασίας. Η εκπαιδευτική διαδικασία αποξενώνεται από τη μορφωτική της διάσταση και το σχολείο μετατρέπεται σε απλό εξεταστικό κέντρο διαχωρισμού «καλών» και «κακών», «παραγωγικών» και μη μαθητ(ρι)ών, σε ένα σημείο προετοιμασίας τους για την αγορά εργασίας, τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και την ιεραρχική δόμηση των κοινωνικών σχέσεων. Η παραπαιδεία έχει μετατραπεί σε κανονικότητα και ξεκινάει από όλο και μικρότερες ηλικίες, καθώς οι γονείς στην προσπάθειά τους να ανταπεξέλθουν στις αυξανόμενες απαιτήσεις και τον ανταγωνισμό που προωθεί το συγκεκριμένο μοντέλο ωθούνται, με δυσβάσταχτο κόστος, στους κόλπους της.
Ως αποτέλεσμα αυτού, οι ταξικές αντιθέσεις οξύνονται ακόμα περισσότερο, βάζοντας ουσιαστικά ταξικούς φραγμούς στο εσωτερικό της υποτιθέμενης δημόσιας και δωρεάν για όλους εκπαίδευσης. Πρόκειται για ένα εισαγόμενο δυτικό μοντέλο, στα πρότυπα της ΕΕ, που απαλλάσσει το κράτος από το μεγαλύτερο βάρος της χρηματοδότησης των ιδρυμάτων, συνδέοντας την άμεσα με τον ιδιωτικό παράγοντα και τις εκάστοτε επιταγές του.
Αντίστοιχη εικόνα συναντάμε και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με το πανεπιστήμιο να αποτελεί ένα χώρο κοινωνικής αναπαραγωγής, διαρθρωμένο από το κεφάλαιο με στόχο την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης προς όφελός του αλλά και την άμεση παραγωγή είτε για το κράτος είτε για τις επιχειρήσεις μέσω της έρευνας.
Η μορφή των πανεπιστημίων όπως τη γνωρίζουμε σήμερα ουσιαστικά ξεκίνησε να διαμορφώνεται γύρω στις αρχές του 1970, περίοδο κατά την οποία εντοπίζεται μια γενικότερη αλλαγή στην διαχείριση της οικονομικής ζωής, κατά την οποία στη θέση του μέχρι πρότινος “κενσυανού μοντέλου” έρχεται η κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού. Σε ό,τι αφορά, τα πανεπιστήμια, τα εργαστήρια τους, την ίδια την επιστημονική γνώση, αλλά και την εκπαίδευση, εντάσσεται αρχικά η στοχοπροσήλωση στη δημιουργία κέρδους, ενώ στη συνέχεια όσο βαθαίνει αυτή η κατεύθυνση αρχίζουμε να παρατηρούμε την επιχειρηματική λειτουργία των πανεπιστημίων, με ολοένα πιο απόλυτους όρους. Έτσι, στο σήμερα περνάμε στο “επιχειρηματικό πανεπιστήμιο”,στο οποίο η ανώτατη εκπαίδευση αποκόπτεται από τον ακαδημαϊκό της χαρακτήρα και γίνεται ολοένα και πιο φανερά ο τόπος παραγωγής έργου για τις επιχειρήσεις (μέσω έρευνας) και ο τόπος παραγωγής εργατικού δυναμικού για τις ανάγκες του κεφαλαίου και της αγοράς. Παράλληλα, παράγει γνώση/τεχνογνωσία για τις επιχειρήσεις και λειτουργεί με όρους παραγωγής κέρδους.
Ερχόμενοι στο σήμερα και στη συντελούμενη εκπαιδευτική αναδιάρθρωση, η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της Ν.Δ., σε συνέχεια με τις προηγούμενες αντιεκπαιδευτικές αναδιαρθρώσεις που έφεραν τα υπόλοιπα αστικά κόμματα (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ), και με τις ευλογίες της ΕΕ, επιχειρεί να μετατρέψει την παιδεία σε ένα στείρο πεδίο κερδοφορίας του κεφαλαίου, αποκόπτοντάς την πλήρως από τον κοινωνικό και παιδαγωγικό της ρόλο. Το δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης, σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, οδηγείται σε μια συστηματική υποβάθμιση, με στόχο τελικά την πρόταση για ιδιωτικοποίησή ενός κομματιού του ως «λύση» για την εξυγίανσή του.
Πιο αναλυτικά, από τη μία, οι μειωμένες δαπάνες για την παιδεία, οι παρωχημένες κτιριακές υποδομές (με το πρόσφατο παράδειγμα με την πτώση ασανσέρ στις φοιτητικές εστίες), τα υποστελεχωμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα, με δεκάδες κενά εκπαιδευτικών και καθυστερημένες προσλήψεις προσωπικού, οι συγχωνεύσεις σχολείων και τμημάτων οδηγούν -εκ των άνωθεν- το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα σε κατάρρευση, υποβαθμίζοντας την ποιότητα του εκπαιδευτικού και παιδαγωγικού έργου. Από την άλλη, η εισαγωγή της αξιολόγησης των σχολικών μονάδων και του προσωπικού τους σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και η ενίσχυση του εξεταστικοκεντρικού μοντέλου (βλ. και εξετάσεις PISA), με στόχο την κατηγοριοποίηση των σχολείων και του δυναμικού τους σε «καλά» και «κακά», μαζί με την -εδώ και χρόνια πλέον- είσοδο του κεφαλαίου και ιδιωτικών συμφερόντων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και την επιχειρούμενη εισαγωγή τους και στη δευτεροβάθμια (βλ. σχέδιο νόμου που ψηφίστηκε για την επαγγελματική εκπαίδευση), καθώς και τη διοίκηση εκπαιδευτικών μονάδων από εξωτερικούς παράγοντες (μάνατζερ), επιχειρούν να αλλοιώσουν την ίδια την ουσία της παιδείας. Επιχειρούν να απεμπολίσουν ολοκληρωτικά το δημόσιο χαρακτήρα της και να τη μετατρέψουν από μια δημιουργική μαθησιακή διαδικασία προς συμφέρον των σύγχρονων αναγκών του κοινωνικού συνόλου σε ένα στυγνό πεδίο κερδοφορίας της αστικής τάξης, πλήρως καθοδηγούμενου από τα συμφέροντα του κεφαλαίου.
Η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση δεν είναι τίποτα παραπάνω, βέβαια, από μια ακόμα πτυχή της στρατηγικής η οποία ακολουθείται στην πλειοψηφία των κρατικών παροχών και οδηγεί στην κατάρρευση του εναπομείνοντος κράτους πρόνοιας. Μια στρατηγική πλήρως εναρμονισμένη με τις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ και τις επιδιώξεις της αστικής τάξης για εμπορευματοποίηση της παιδείας, καθώς και με την ντιρεκτίβα της Ε.Ε. για ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών παροχών και εμπορευματοποίηση όλων των κοινωνικών αγαθών: Υγεία, Παιδεία, Μεταφορές, Στέγαση, Υποδομές κ.α.
Για να μπορέσει δε να παγιωθεί η στρατηγική αυτή στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο, η καταστολή δε μπορεί παρά να αποτελεί βασικό κομμάτι της. Η νεοφιλεύθερη κυβέρνηση της Ν.Δ. για να ολοκληρώσει το αντικοινωνικό της έργο, δίνοντας βορά τις ανάγκες του λαού στα κεφαλαιοκρατικά συμφέροντα, επενδύει κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά αλλά και επικοινωνιακά στην όξυνση της καταστολής. Η όξυνση των κατασταλτικών κινήσεων από πλευράς κράτους αποτελεί τελικά το τελευταίο οχυρό απέναντι στα κοινωνικά ξεσπάσματα τα οποία νομοτελειακά δε μπορούν παρά να έρθουν όταν η ένταση της ταξικής βίας βαθαίνει σε κάθε κοινωνικό και ταξικό πεδίο, αγγίζοντας κάθε κοινωνικό αγαθό από τους όρους εργασίας και διαβίωσης και τα εργασιακά δικαιώματα μέχρι το δικαίωμα στη στέγαση και τη δημόσια παιδεία και υγεία.
Δεν είναι τυχαία, άλλωστε, η χρονική στιγμή στην οποία ψηφίστηκαν τα αντεργατικά
νομοσχέδια Χατζηδάκη και Γεωργιάδη που ποινικοποιούν, την απεργία, τους ταξικούς αγώνες και τη δράση των σωματείων, όπως για παράδειγμα την ποινικοποίηση του μπλοκαρίσματος της λειτουργίας των χώρων εργασίας και το άρθρο που προβλέπει την καταβολή προστίμου σε όσους συμμετέχουν σε απεργιακές περιφρουρήσεις. Νομοσχέδια που έρχονται ως συνέχεια στους νομούς περιορισμού/απαγόρευσης των διαδηλώσεων και συμβαζίδουν με το νέο ποινικό κώδικα-έκτρωμα. Νόμοι που στοχοποιούν το ευρύτερο ταξικό εργατικό ανταγωνιστικό κίνημα, που θωρακίζουν νομοθετικά και κατασταλτικά το κράτος απέναντι στις κοινωνικές αντιδράσεις που προκαλούν οι πολιτικές του κατευθύνσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο της έντασης των κατασταλτικών μεθοδεύσεων και της βίαιας και ολομέτωπης επίθεσης που δέχεται η τάξη μας, εντάσσεται, λοιπόν, και η επίθεση που εξαπολύεται στο χώρο της εκπαίδευσης, σε έναν τόσο βασικό τομέα όπως αναλύσαμε και παραπάνω για την αναπαραγωγή του υπάρχοντος εκμεταλλευτικού κοινωνικού και οικονομικού συστήματος. Συγκεκριμένα, έχει εξαπολυθεί μια βιομηχανία πολιτικών και συνδικαλιστικών διώξεων απέναντι σε εκπαιδευτικούς από τον Πειραιά και την Αθήνα μέχρι τη Θεσσαλονίκη και την Κρήτη. Οι εκπαιδευτικοί κατηγορούνται σε πειθαρχικό ή ακόμα και ποινικό επίπεδο είτε για τη συμμετοχή τους σε κινητοποιήσεις του κλάδου τους, όπως η συμμετοχή τους στην απεργία – αποχή από την αξιολόγηση, είτε για την άρνησή τους να κάνουν τηλεκπαίδευση, είτε ακόμα και με φρονηματικού τύπου κατηγορίες για την έκφραση της πολιτικής τους άποψης και την ευρύτερη πολιτική και κοινωνική τους δράση. Και είναι σημαντικό να αντιληφθούμε την έκβαση των υποθέσεων αυτών ως ένα σημείο τομής για το σύνολο του συνδικαλιστικού κινήματος ευρύτερα.
Πρόσφατα και χαρακτηριστικά παραδείγματα της όξυνσης αυτής της επίθεσης αποτελούν οι επιχειρούμενες απολύσεις σε τρεις συνδικαλιστές εκπαιδευτικούς της ΕΛΜΕ Πειραιά, η κήρυξη της απεργίας- αποχής της ΔΟΕ ως παράνομης, η εισβολή των δυνάμεων καταστολής στο Πολυτεχνείο τη Βραδιά του Ερευνητή, όπου πραγματοποιήθηκαν δεκάδες «προληπτικές» προσαγωγές και συνελήφθησαν αλληλέγγυοι στον μαχόμενο Παλαιστινιακό Λαό, η εκδικητική απόλυση του διοικητικού υπαλλήλου του ΕΚΠΑ Δ. Α., οι πειθαρχικές διώξεις φοιτητών στην Πάτρα και στο ΕΜΠ, η κλήση σε απολογία της εκπαιδευτικού Ελευθερίας Παλαιστίδου επειδή ζωγράφισε με τους μαθητές της ένα έργο με θέμα “Λευτεριά στην Παλαιστίνη”!
Παρά, όμως, τις δυσμενείς συνθήκες που επιχειρούν να επιβληθούν από τα πάνω για τους ανθρώπους της τάξης μας, οι εκπαιδευτικοί επιμένουν να αναδεικνύουν κάθε αντεργατική μεταρρύθμιση, κάθε απόπειρα περαιτέρω ιδιωτικοποίησης και υποβάθμισης της εκπαίδευσης όπως και της καταστολής των μαθητικών, εκπαιδευτικών και ευρύτερα κοινωνικών- ταξικών αγώνων. Συνεχίζουν να αγωνίζονται πλάι-πλάι με τους μαθητές και τις μαθήτριες τους, με τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας και ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, όπως φάνηκε από τις μαζικές και δυναμικές διαδηλώσεις της 8ης Μάρτη, από τη συνέχιση των κινητοποιήσεων και των αντιδράσεων κόντρα στο τελευταίο νομοσχέδιο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και στα υπόλοιπα αντεκπαιδευτικά και αντεργατικά μέτρα, όπως η ατομική αξιολόγηση, από τις πρόσφατες κινητοποιήσεις ενάντια στις επιχερούμενες απολύσεις στον Πειραιά και τη δίωξη της δασκάλας Ε. Παλαιστίδου και ευρύτερα τις διώξεις εκπαιδευτικών, μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας και την απόλυση του Δ.Αντωνίου.
Ακριβώς αυτή την επίμονη στάση τους επιχειρεί να χτυπήσει η κυβέρνηση των «αρίστων» ως εκφραστής των κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων μέσα από τις διώξεις των εκπαιδευτικών και διοικητικών, την τρομοκράτηση αγωνιζόμενων μαθητών μέσα και από την πρόσφατη αυστηροποίηση του πλαισίου στην εκπαίδευση, τις συλλήψεις φοιτητών και εργαζομένων στην εκπαίδευση, τις κατασταλτικές επιχειρήσεις σε πανεπιστημιακούς χώρους.
Καταληκτικά, οι κατασταλτικές αυτές κινήσεις και οι πολιτικές και οι συνδικαλιστικές διώξεις ως κομμάτι τους αποτελούν ουσιαστικά νευραλγικό σημείο της παρούσας κυβερνητικής εργασιακής και εκπαιδευτικής πολιτικής. Πρόκειται όχι τόσο για μια κίνηση τιμωρίας των «αντιφρονούντων» εκπαιδευτικών με την έννοια της εκδίκησής τους αλλά πολύ περισσότερο ένα μέσο παραδειγματισμού, μια πάγια τακτική τρομοκράτησης και φίμωσης όσων αναδεικνύουν τον ταξικό και αντικοινωνικό χαρακτήρα της συντελούμενης εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης και την καταπάτηση βασικών εργασιακών μας δικαιωμάτων. Μία απόπειρα πειθάρχησής τους στις αστικές επιδιώξεις, διάσπασης και συρρίκνωσης των ταξικών αγώνων, από ένα σύστημα που εν μέσω κρίσης εργαλειοποιεί την βία ως μονόδρομο για την επιβίωσή του και την εφαρμογή των αντιδραστικών του πολιτικών.
Κόντρα στις κατασταλτικές αυτές πολιτικές, οφείλουμε να υψώσουμε αναχώματα αλληλεγγύης με τα διωκόμενα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας και να καταρρίψουμε τους σχεδιασμούς της αστικής τάξης. Κόντρα στις αντεργατικές, αντικοινωνικές και αντεκπαιδευτικές πολιτικές τους, οφείλουμε να υπερασπιστούμε τα εργασιακά μας δικαιώματα και τους αγώνες για δημόσια, δωρεάν παιδεία για όλο τον λαό.