Διαρκής Αγώνας | Εισήγηση των εκδηλώσεων σε Αθήνα & Θεσσαλονίκη για τον νέο Ποινικό Κώδικα [Β’ Μέρος]

Β’ Μέρος: Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα μέσω του νομοσχεδίου Φλωρίδη

Στη συνέχεια, θα κάνουμε αναφορά και θα αναλύσουμε κάποιες από τις επίμαχες τροποποιήσεις που προτείνει το εν λόγω ν/σ, με σκοπό να γίνει κατανοητό το τι σημαίνουν αυτές για την εργατική τάξη, το κίνημα αλλά και για τον κλάδο των μαχόμενων δικηγόρων, και να καταδείξουμε το ρεβανσιστικό, βαθιά ταξικό και αντιεπιστημονικό χαρακτήρα του νομοσχεδίου αυτού, που αποτελεί βέβαια την κορωνίδα, ένα τρανταχτό παράδειγμα και όχι εξαίρεση, για το πώς νομοθετεί το Αστικό κράτος.

Σύμφωνα με το αρμόδιο Υπουργείο, σκοπός του νέου νομοσχεδίου είναι δήθεν «η επιτάχυνση και η ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης μέσω συγκεκριμένων παρεμβάσεων στον Ποινικό Κώδικα (ν. 4619/2019, Α’ 95) και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96)», ενώ αντικείμενο του νομοσχεδίου είναι «η τροποποίηση των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προκειμένου η εφαρμογή τους να συμβάλλει στην ουσιαστικότερη, αποτελεσματικότερη, και αμεσότερη διεξαγωγή της ποινικής δίκης, στην ενίσχυση της εγκληματο-προληπτικής λειτουργίας της ποινής μέσω των αρχών της γενικής και ειδικής πρόληψης και στην οικονομία της ποινικής διαδικασίας».

Το νομοσχέδιο που έρχεται στην διαβούλευση είναι χαρακτηριστικό δείγμα αντιεπιστημονικού κειμένου που υπόκειται μόνο στην ανάγκη επικοινωνιακής πολιτικής. Και μόνο το γεγονός ότι γίνονται τέτοιες βαθιές αλλαγές σε δύο βασικά νομοθετήματα χωρίς να υπάρχει νομοπαρασκευαστική επιτροπή, χωρίς την σύμπραξη νομικών επιστημόνων, παρά μόνο από τους τεχνοκράτες υπαλλήλους και συνεργάτες του Υπουργείου, φανερώνει την επιστημονική ένδεια. Εκτός αυτού, το περιεχόμενο των τροποποιήσεων είναι άκρως αντιεπιστημονικό, καθώς έρχεται σε πλήρη ρήξη με τον περίφημο «πυρήνα της σκέψης του ποινικού νομοθέτη» στην Αστική Δικαιοσύνη για τον τρόπο, τον λόγο και τον σκοπό επιβολής της εκάστοτε ποινής. Το νομοσχέδιο αυτό καταργεί και την τελευταία ρανίδα δυνατότητας σωφρονισμού αλλά και αποκαταστατικής δικαιοσύνης.

Και εξηγούμε:

Ενδεικτικά αυξάνεται το ανώτατο όριο της ποινής της πρόσκαιρης κάθειρξης από τα 15 στα 20 έτη (άρθρο 52 ΠΚ) προκειμένου, όπως έχει δηλώσει ο ίδιος ο υπουργός «να μπει τέλος στο αίσθημα ατιμωρησίας που φαίνεται να υπάρχει στην κοινωνία». Βασικό επικοινωνιακό όπλο της κυβέρνησης προς τα ακροατήρια που την ενδιαφέρουν είναι ο «περιορισμός της ατιμωρησίας». Αυτό το αφήγημα αντιπροσωπεύει τη φιλοσοφία των εγκληματολογικών δεξαμενών που πιστεύουν εντελώς μεταφυσικά ότι η αυστηρότερη τιμωρία λειτουργεί και ως αποτρεπτικός παράγοντας. Η κυβέρνηση πασχίζει να εδραιώσει στο συλλογικό νου την πεποίθηση πως οι ποινές είναι αναντίστοιχες με τις ποινικές αριθμήσεις προς όφελος των δραστών και άρα οι τελευταίοι ωθούνται έτσι στην «παραβατικότητα», λέξη διόλου τυχαία, αφού η κυβέρνηση έχει φροντίσει μέσω των ΜΜΕ όχι μόνο να θολώσει, αλλά να αλλάξει παντελώς και κατά το συμφέρον της τον ορισμό και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του όρου αυτού. Παράλληλα, είναι άξια αναφοράς η απουσίας οποιασδήποτε έρευνας που να αποδεικνύει ή έστω να επιβεβαιώνει πως είναι κανόνας οι αποφυλακισθέντες ξανά-παρανόμησαν λόγω του ύψους των ποινών ή του συνόλου των ισχύοντων ποινικών αριθμήσεων προς όφελός τους, έτσι ώστε να κρίνεται σκόπιμη η συνολικότερη αυστηροποίηση των ποινών. Επιπλέον, όπως είχε αναφέρει σε άρθρο του ο Κ. Παπαδάκης, αυτή «η γενικευμένη αντιμετώπιση μεμονωμένων παραβατικών συμπεριφορών με συνολική αυστηροποίηση δεν είναι παρά η συνειδητή επιλογή της συλλογικής ευθύνης στο νομοθετικό επίπεδο, επιλογή αντίθετη με τη θεμελιώδη αρχή της ατομικής ευθύνης στο ποινικό δίκαιο».

.

Εκτός αυτού, ακόμα και αν δεχτούμε την εν λόγω ποταπή θεωρία περί αποτρεπτικότητας, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι βασικό ρόλο στην αποτροπή του ατόμου από τη διάπραξη ενός εγκλήματος παίζει ο κίνδυνος εξιχνίασής του ανεξάρτητα από το ύψος της προβλεπόμενης ποινής. Διότι όσο βαριά και αν είναι η εκάστοτε ποινή, εάν δεν υπάρχει ο κίνδυνος σύλληψης του δράστη δεν επιτυγχάνεται επ’ ουδενί τρόπω η αποτροπή, αλλά η ενθάρρυνση για τη διάπραξη του εν λόγω εγκλήματος. Τα επίσημα στοιχεία της αστυνομίας (και τούτο έχει σημασία) των τελευταίων ετών έρχονται να μας επιβεβαιώσουν πανηγυρικά. Από το 2019 μέχρι και σήμερα με διαδοχικές παρεμβάσεις στον νέο ΠΚ αυξήθηκαν οι απειλούμενες ποινές πολλών εγκλημάτων. Τελευταία σημαντική παρέμβαση στον ΠΚ ήταν στο τέλος του 2021 με την ψήφιση του Ν. 4855/2021. Ωστόσο, από τα επίσημα στατιστικά της ΕΛ.ΑΣ. προκύπτει ότι το 2021 (πριν την αύξηση των ποινών) είχαν βεβαιωθεί 191.224 εγκλήματα, ενώ το 2022 (μετά την αύξηση των ποινών) βεβαιώθηκαν 241.549 εγκλήματα, δηλαδή η εγκληματικότητα αυξήθηκε σε ποσοστό που ξεπερνά το 25%. Ειδικά ως προς την βαριά εγκληματικότητα (κακουργήματα) διαπιστώνεται από τα ίδια στατιστικά στοιχεία ότι το 2021 είχαν βεβαιωθεί 8.561 κακουργήματα και το 2022 βεβαιώθηκαν 10.202 κακουργήματα, αύξηση που ξεπερνά το 20%. Παράλληλα, το 2022 το 70% των βεβαιωμένων εγκλημάτων παραμένουν ανεξιχνίαστα. Τα προλεχθέντα δεν είναι τίποτε άλλο από λογικά, αφού δεν γίνεται αναφορά στα βασικότερα αίτια της εγκληματικότητας, που είναι ταξικά.

Στο ίδιο πνεύμα βρίσκεται και η μετατροπή του άρθρου 94 παρ. 1 ΠΚ το οποίο προβλέπει αύξηση της συνολικής ποινής επί συρροής κακουργημάτων στα 25 έτη (από 20) και επί συρροής πλημμελημάτων στα 10 έτη (από 8).

Η λογική ότι με την πρόβλεψη εξοντωτικών ποινών θα περιοριστεί η εγκληματικότητα, είναι ξεπερασμένη, αντιεπιστημονική και επικίνδυνη και επιτυγχάνει ένα φαύλο κύκλο περιθωριοποίησης, αποστέρησης του δικαιώματος δεύτερης ευκαιρίας και δημιουργεί ανεπανόρθωτο πλήγμα στην προσωπικότητα του κρατουμένου.

Στο Σχέδιο Νόμου τίθενται επίσης αυστηρότερες προϋποθέσεις αναστολής της ποινής.

Ειδικότερα χορηγείται αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ποινές εώς ένα έτος, όταν οι αμετάκλητες προηγούμενες καταδίκες του καταδικασθέντος δεν υπερβαίνουν το ένα έτος. Αν κάποιος καταδικαστεί σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την πραγματική έκτιση μέρους της ποινής (μέχρι 6 μήνες), ενώ προβλέπεται πραγματική έκτιση της ποινής για ποινές άνω των 3 ετών.

Το μόνο λογικό αποτέλεσμα της τροποποίησης αυτής είναι η περαιτέρω συμφόρηση των ήδη υπερπληρέστατων ελληνικών φυλακών(ο ελαφρώς ανώτερος μέσος όρος σε σχέση με τα ευρωπαϊκά ποσοστά είναι παραπλανητικός, καθώς οι κρατούμενοι δεν διαμοιράζονται ισόποσα στα καταστήματα π.χ. ο Κορυδαλλός παρουσιάζει πληρότητα >140%, ενώ οι αγροτικές φυλακές < 103%- Πηγή ΕΕΜΕΚΕ) στις οποίες οι συνθήκες διαβίωσης είναι ήδη απάνθρωπες. Η κυβέρνηση βέβαια θα μπορέσει να ισχυριστεί ότι «πατάσσει την εγκληματικότητα», αφού όλο και περισσότερα άτομα θα εκτίουν μακρόχρονες ποινές για «ψύλλου πήδημα».

Παράλληλα προβλέπεται αυστηροποίηση των προϋποθέσεων υφ’ όρον απόλυσης. Πλέον θα εναπόκειται στην ουσιαστική κρίση του δικαστικού συμβουλίου ανάλογα με την επικινδυνότητα του εγκλήματος και τα ατομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του δράστη, ανεξαρτήτως τυπικών προϋποθέσεων συμπλήρωσης χρόνου κράτησης, χωρίς να απαιτείται μάλιστα ειδική αιτιολογία. Αυτή ευκόλως αντιληπτή αοριστία θα εκτινάξει ακόμα περισσότερο την αυθαιρεσία και την φωτογραφική εκδικητικότητα της Αστικής Δικαιοσύνης απέναντι σε πολιτικούς- και όχι μόνο- κρατούμενους.

Στο ίδιο πλαίσιο προώθησης της αντίληψης οριζόντιας αντιμετώπισης της “παρανομίας” έρχεται να προστεθεί και η επαναφορά της πρόβλεψης του προϊσχύσαντος ΠΚ/1950 για δυνατότητα επιβολής από το δικαστήριο της ποινής του ολοκληρωμένου εγκλήματος και επί απόπειρας, εφόσον κρίνεται ότι η μειωμένη ποινή «δεν επαρκεί για να αποτρέψει τον υπαίτιο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων». Μία διάταξη η οποία, ιδίως μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, είχε θεωρηθεί αντισυνταγματική, καθώς η αυξημένη ποινή για την απόπειρα δεν ανταποκρίνεται σε αυξημένο άδικο ή ενοχή, αλλά συνδέεται αποκλειστικά με προγνωστικές και εξαιρετικά επισφαλείς κρίσεις.

Επαναφέρεται επίσης η πρόβλεψη του προϊσχύσαντος ΠΚ/1950 για δυνατότητα επιβολής από το δικαστήριο της ποινής του φυσικού αυτουργού και επί «απλής» συνέργειας, εφόσον κρίνεται ότι η μειωμένη ποινή «δεν επαρκεί για να αποτρέψει τον υπαίτιο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων».

Οι προτεινόμενες αυτές αλλαγές στα άρθρα 42 και 47 ΠΚ συνιστούν αναμφίβολα μια οπισθοδρόμηση και παράλληλα αποκαλύπτουν λογικές ιδιότυπης επαναφοράς του θεσμού της προφυλάκισης (καθώς η κράτηση στα πλαίσια της προδικασίας αντιμετωπίζεται ως υποκατάστατο της ποινής), με μοναδικό σκοπό τον κατευνασμό της κοινής γνώμης.

Επιπλέον, η εισπρακτική σκοπιμότητα του νομοσχεδίου συναγωνίζεται επάξια την κατασταλτική πλευρά του και καθιστά σαφή τον ταξικό χαρακτήρα της αστικής δικαιοσύνης, διαλύοντας κάθε αυταπάτη για ίση έννομη προστασία.

Με το νέο άρθρο 80Α ΠΚ επαναφέρεται ο θεσμός της μετατροπής της ποινής φυλάκισης (μέχρι 2 ετών) σε χρηματική ποινή. Πρόκειται για ένα ταξικό μέτρο, το οποίο θα οδηγεί στην φυλακή όσους δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν το ποσό της μετατροπής. Στο ίδιο πλαίσιο θεσπίζονται αυξήσεις στα παράβολα της δίκης, όπως ενδεικτικά η κατάθεση παραβόλου 80-200 ευρώ ανάλογα με την αρμοδιότητα του δικαστηρίου για τη χορήγηση της αναβολής.

Ακόμα μία επίθεση στην αρχή της ισότητας και στο δικαίωμα των από τα κάτω να απολαμβάνουν ίση ποινική μεταχείριση αποτελεί και η επαναφορά της δικαστικής απέλασης ως μέτρο ασφαλείας. Άτομα τα οποία δεν έχουν την ελληνική ιθαγένεια και τα οποία έχουν καταδικαστεί σε κάθειρξη από 6 έτη και άνω θα μπορούν να απελαύνονται και να απαγορεύεται η επανείσοδός τους στη χώρα. Πρόκειται για ένα μέτρο με καθαρά ρατσιστικά κριτήρια.

Ταυτόχρονα με το νέο νομοσχέδιο επέρχονται ορισμένες αλλαγές οι οποίες αποτελούν ευθεία επίθεση στο δικαίωμα στη δίκαιη δίκη. Η εξέταση των μαρτύρων και κατηγορουμένων από απόσταση (τηλεδίκες), η κατάργηση Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων και η ενίσχυση της αρμοδιότητας Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και Μονομελούς Εφετείου (η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα να εναπόκειται η ελευθερία του κατηγορουμένου στην αυταρχικότητα και αυθαιρεσία ενός και μόνο δικαστή, καταργώντας κάθε δυνατότητα αυτοελέγχου), η δυνατότητα χορήγησης μίας μόνο αναβολής, ο περιορισμός της αρμοδιότητας των ενόρκων στο ΜΟΔ μόνο για την κατηγορία και την κύρια ποινή, ο περιορισμός της δυνατότητας της έφεσης αποτελούν εκφάνσεις κατάργησης όλων των δικονομικών εγγυήσεων, κατάχρησης εξουσίας και συρρίκνωσης των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων αλλά και της επιρροής των δικηγόρων υπεράσπισης στην τελική κρίση του εκάστοτε Δικαστηρίου.

Μάλιστα, με την προσθήκη της παρ. 5 στο άρθρο 215 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προβλέπεται ότι αστυνομικοί και λοιποί προανακριτικοί υπάλληλοι που έχουν καταθέσει στην προδικασία καλούνται στο ακροατήριο μόνο κατ’ εξαίρεση αν η κλήτευσή τους κριθεί αναγκαία για την ασφαλή διάγνωση της κατηγορίας, διαφορετικά αναγιγνώσκονται οι καταθέσεις τους.

Η προσθήκη αυτή αποτελεί πρόκληση και ενισχύει ακόμα περισσότερο τη βιομηχανία κατασκευασμένων σκευωριών και διώξεων που στήνουν συχνά τα επιτελεία της ΕΛΑΣ. Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι τα στημένα κατηγορητήρια καταρρέουν στο ακροατήριο, όταν οι αστυνομικοί έρχονται αντιμέτωποι με τις αντιφατικές και ανυπόστατες καταθέσεις τους, και επιχειρεί, έτσι, να χορηγήσει ασυλία για τις ψευδείς καθ’ υποβολή καταθέσεις αστυνομικών και να στερήσει το δικαίωμα του κατηγορουμένου στην αποτελεσματική υπεράσπιση και άμυνα.

Επίσης με το άρθρο 500 ΚΠΔ, προβλέπεται πλέον ότι στη δευτεροβάθμια δίκη η κλήτευση μαρτύρων είναι προαιρετική, δίνοντας το δικαίωμα στον αρμόδιο εισαγγελέα να μην κλητεύσει μάρτυρες, αν κρίνει ότι η υπόθεση μπορεί να εκδικαστεί με μόνη την ανάγνωση των καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στον πρώτο βαθμό.

Οι ρυθμίσεις αυτές παραβιάζουν το άρθρο 6 παρ. 3 περ. δ΄ της ΕΣΔΑ το οποίο κατοχυρώνει, μεταξύ άλλων, το υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου να εξετάζει τους μάρτυρες κατηγορίας. Το ΕΔΔΑ ερμηνεύοντας τη διάταξη αυτή διατυπώνει τον γενικό κανόνα ότι η αυτοπρόσωπη παρουσία του μάρτυρα στην ακροαματική διαδικασία διασφαλίζει τη διεξαγωγή μιας δίκαιης δίκης, καθώς δίνεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο όχι μόνο να θέτει απευθείας ερωτήσεις, αλλά και να αμφισβητεί με δηλώσεις ή παρατηρήσεις το περιεχόμενο των μαρτυρικών καταθέσεων (βλ. ενδ. ΕΔΔΑ Keskin κατά Ολλανδίας της 19.1.2021 (αριθ. προσφυγής 2205/16), η οποία έκρινε αδικαιολόγητη την άρνηση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να διατάξει την εμφάνιση των μαρτύρων κατηγορία στο ακροατήριο για να εξεταστούν από τον κατηγορούμενο, ο οποίος καταδικάστηκε σε πρώτο βαθμό ερήμην). Επομένως η Ελλάδα θα βρεθεί αντιμέτωπη με νέες καταδίκες από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για προσβολή θεμελιωδών αρχών της ποινικής δίκης, όπως της δημοσιότητας και της προφορικότητας.

Επίσης, η αυστηροποίηση των ποινών για τους εμπρηστές, με πρόβλεψη για απαγόρευση κάθε μορφής αναστολής ή μετατροπής της ποινής για το αδίκημα του εμπρησμού δάσους, επιβολή παρεπόμενης ποινής δήμευσης της περιουσίας και καταδικασθέντος εμπρηστή ή την ποινικοποίηση με αυστηρές κυρώσεις των προπαρασκευαστικών πράξεων εμπρησμού- κατοχή εμπρηστικών υλικών- (μη αναστελλόμενη-μη μετατρεπόμενη) δεν είναι τίποτε άλλο από στάχτη στα μάτια και επικοινωνιακή απάντηση στα γεγονότα των τελευταίων ετών, αφού και πάλι δεν εξασφαλίζεται η εξιχνίαση και σύλληψη των εμπρηστών, ούτε αποδίδονται σοβαρές ποινικές ευθύνες στους αρμόδιους δήμους, φορείς, όργανα και πρόσωπα για τις εγκληματικές τους παραλείψεις, οι οποίες αποδείχθηκαν καταστροφικές. Το ίδιο ισχύει φυσικά και όσον αφορά την προβλεπόμενη αυστηροποίηση των ποινών που αφορούν διάπραξη ενδοοικογενειακής βίας, και την προκλητική πρόταση για δήθεν ειδική μέριμνα για τα θύματα!!.

Τέλος, από όλα τα παραπάνω εύκολα διεξάγει κανείς το συμπέρασμα ότι το εν λόγω νομοσχέδιο αποτελεί την τελευταία από μία σειρά τροποποιήσεων που πλήττει άμεσα και τους δικηγόρους, καθώς περιορίζει ακόμα περισσότερο το ρόλο του δικηγόρου υπεράσπισης και την επιρροή που μπορεί να ασκηθεί από τον δικηγόρο κατά την ακροαματική διαδικασία ουσιαστικά παροπλίζοντάς τον, ενώ σε συνδυασμό με την πολυνομία καθίσταται η δικηγορία μαρτυρική.

Συνοψίζοντας, αντιλαμβανόμαστε το νομοσχέδιο Φλωρίδη ως ένα άκρως ψευδοεπιστημονικό πόνημα που προσβάλλει βαθύτατα τη νομική επιστήμη και τις αρχές που τη διέπουν μία προς μία, επιτίθεται λυσσαλέα και άμεσα στην εργατική τάξη, απαξιεί τη ζωή των -πολιτικών και ποινικών- κρατουμένων, στοχοποιεί τον αγωνιζόμενο και αλληλέγγυο κόσμο και “εκδικείται” τους δικηγόρους υπεράσπισης.

Διαρκής Αγώνας ★ για την ταξική απελευθέρωση