Διαρκής Αγώνας | Κείμενο θέσης – ανάλυσης για το Συριακό ζήτημα

Για το Συριακό ζήτημα:

    • Αντιλαμβανόμαστε τον όρο «γεωπολιτική» ως την καπιταλιστική γεωγραφία της εποχής μας. Δηλαδή, ως διαδικασία εξωτερίκευσης των εγγενών καπιταλιστικών αντιθέσεων κάθε κρατικού και διακρατικού-ιμπεριαλιστικού σχηματισμού, διεκδικώντας νέο ζωτικό χώρο κερδοφορίας. Με άλλα λόγια, με τον όρο γεωπολιτική εννοούμε τον χαρακτήρα της ταξικής πάλης αποτυπωμένη σε διεθνές επίπεδο.  

    •  Ως μορφή της ταξικής πάλης λοιπόν, οι «γεωπολιτικές ανακατατάξεις ισχύος» ως φυσική προέκταση των καπιταλιστικών ανταγωνιστικών σχέσεων (αλληλο)επιδρούν καθοριστικά στο επίπεδο της ταξικής συνείδησης. Η εποχή των πολέμων είναι αυτή που σφυγμομέτρα τον ταξικό παλμό με τον προλεταριακό διεθνισμό είτε να υποχωρεί οδηγώντας στην στοίχιση πίσω από τις εθνικιστικές γραμμές της προλεταριακής αλληλοσφαγής είτε να οξύνεται οδηγώντας στην πολιτική άρνησης και έμπρακτου σαμποτάζ κατά του πολέμου.

    • Η θέση πως σε ένα παγκόσμιο καπιταλιστικό περιβάλλον οι πόλεμοι (δεν μπορεί παρά να) διεξάγονται μεταξύ αστικών- αντιλαϊκών δυνάμεων για την αναπαραγωγή κα τη διεύρυνση της συσσώρευσης κεφαλαίου σαφώς αποτελεί τον πυρήνα μιας πολιτικής (και όχι ειρηνιστικής) αντιπολεμικής προσέγγισης, ταυτίζοντας το αντιπολεμικό πρόταγμα με το αντικαπιταλιστικό. 

    • Όμως, πέρα από το παραπάνω γενικό σχήμα, το οποίο αφορά μια αρχετυπική και μερικώς απλουστευτική θέση για την ταξική πάλη εν καιρώ πολέμου, παρεμβάλλεται και η ανάγνωση του συγκεκριμένου χαρακτήρα του πολέμου στο συγκεκριμένο γεωπολιτικό περιβάλλον ιμπεριαλιστικής κατανομής και επιβολής ισχύος. 

    • Ο ιμπεριαλισμός ως συστατικό στοιχείο του καπιταλισμού και όχι ως επιμέρους γνώρισμα του, συμπυκνώνει ως ιστορικό στάδιο όλες τις αντιθέσεις που παράγει η ανταγωνιστική/επεκτατική φύση του κεφαλαίου. Και αυτός ο ανηλεής ανταγωνισμός , ο οποίος συγκροτεί μονοπώλια και πολιτικοστρατιωτικούς μηχανισμούς (κράτη) περιφρούρησης τους, σε διεθνές επίπεδο, αποτυπώνεται στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και τη δυνατότητα «μιας χούφτας χωρών» (Λένιν) να καρπώνεται δια της οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής οδού το μεγαλύτερο μερίδιο από τον παγκόσμιο παραγόμενο πλούτο. 

    •  Με αυτόν τον τρόπο, στις διεθνείς σχέσεις ο νόμος της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης μεταφράζεται σε νόμο υποταγής ή πολέμου για τις ασθενέστερες και τυπικά ή άτυπα εξαρτημένες οικονομικά χώρες, διαμορφώνοντας τον παγκόσμιο συσχετισμό ισχύος και την ταξινόμηση των χωρών στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα.    

    • Μέσα σε αυτό το ιεραρχημένο παγκόσμιο γεωπολιτικό τερέν, μια αντιπολεμική θέση που οριοθετείται ως πανάκεια σε μια ταυτολογική συνεπαγωγή περί «ενδοαστικών συγκρούσεων», αρχικά, αδυνατεί να κατανοήσει -άρα και να αναλύσει- τη διεθνή φυσιογνωμία του καπιταλισμού και των εμπόλεμων αντιθέσεων του. Και είναι η αδυναμία  αυτή, ανάμεσα σε πολλά ακόμα, εκείνη που ναρκοθετεί οποιαδήποτε απόπειρα συγκροτημένου αντιπολεμικού λόγου, άρα και τη δυνατότητα ανάπτυξης ενός πραγματικού αντιπολεμικού κινήματος. 

    • Και ακόμα παραπέρα, αυτή η αδυναμία αποκτά ζωτικά καθοριστικό ρόλο, μιας και η πολιτική θέση δεν οριοθετείται σε θεωρητικολογικές ξιφουλκήσεις άνευ αντικρίσματος, αλλά στην τακτική και την στρατηγική του αντιπολεμικού κινήματος διεθνώς, για τη ζωή ή τον θάνατο, την ελευθερία ή την σκλαβιά των κολασμένων προλετάριων των εμπόλεμων χωρών.  

    • Και για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, η θέση του αντιπολεμικού-αντιιμπεριαλιστικού κινήματος για μια (καπιταλιστική) χώρα που δέχεται ιμπεριαλιστική εισβολή ή βρίσκεται υπό οικονομική ή στρατιωτική κατοχή, απαιτεί κάτι ανώτερο από έναν στείρο και τελικά παραλυτικό για το κίνημα αντικαπιταλισμό, μια διαλεκτική δηλαδή, ικανή να αφουγκραστεί και να απαντήσει έμπρακτα στις νέες ιεραρχήσεις που δημιουργούν οι εμπόλεμοι συσχετισμοί.

    • Μέσα από αυτήν τη διαλεκτική, είναι που η βασική αντίθεση (κεφάλαιο-εργασία) αλληλεπιδρά με την δευτερεύουσα (ιμπεριαλισμός-λαοί) με τη μορφή της στρατιωτικής επιβολής ενός νέου πολιτικού καθεστώτος για την αδυσώπητη εκμετάλλευση της εργασίας από το κατακτητικό ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο. Και μέσα σε αυτό το περιβάλλον, το κίνημα ούτε διακηρύσσει πλέον αφηρημένες αξίες και ιδέες, ούτε στέκεται ουδέτερο, παραχωρώντας αμαχητί χώρο και πλεονέκτημα στην παγίωση του ιδεολογικού αφηγήματος του Ιμπεριαλισμού, αλλά μετατρέπεται σε πραγματικά πολιτικό κίνημα δίνοντας συγκεκριμένες απαντήσεις στις συγκεκριμένες υλικές-λαϊκές ανάγκες για ανεξαρτησία. 

    • Με γνώμονα τα παραπάνω, τα οποία και (κάποτε) αποτελούσαν καταστατικές κατευθυντήριες γραμμές για το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα διεθνώς, επιχειρούμε να αναμετρηθούμε με τα ερωτήματα που ανακύπτουν (και) στο Συριακό ζήτημα. Ερωτήματα, των οποίων η πλειοψηφία δεν θεωρούμε πως προκύπτει μόνο από τις αντιφάσεις/αντιθέσεις που η ίδια η καπιταλιστική/ιμπεριαλιστική μηχανή γεννά ή από μια πρωτοφανή περιπλοκότητα των όσων συμβαίνουν στο Συριακό έδαφος εδώ και περίπου 15 χρόνια, αλλά και από τις συσκοτίσεις και τη σύγχυση που προκαλεί η ιμπεριαλιστική προπαγάνδα, επιφέροντας ακόμα και στο δικό μας στρατόπεδο δυσκολία συγκρότησης μιας πραγματικά αντιιμπεριαλιστικής θέσης και επακόλουθα τακτικής, τόσο στα πλαίσια της διεθνιστικής αλληλεγγύης όσο και στον ανεφοδιασμό της εργατικής τάξης της χώρας μας με ιδεολογικοπολιτικά εργαλεία κατά του Δυτικού ιμπεριαλισμού.

    • Άλλωστε, η κατατεθειμένη αμηχανία, η διγλωσσία ή ακόμα και οι ανοιχτές θριαμβολογίες για την πτώση του Άσαντ από μεγάλη μερίδα του κινήματος είναι αρκούντος ενδεικτική για τη μετατόπιση της κριτικής αντιιμπεριαλιστικής σκέψης σε άλλες ατραπούς. Αρχικά η κατατεθειμένη εμπειρία από τις αντίστοιχες «ειρηνευτικές-αντιτρομοκρατικές» εκστρατείες  (Ιράκ, Αφγανιστάν, Γιουγκοσλαβία) των προηγούμενων δεκαετιών, πάντα με την επωδό περί «αποκατάστασης της ειρήνης, της δημοκρατίας και της ελευθερίας», μας διδάσκει το πώς αναχαιτιζόταν, από το (τότε μαζικό) αντιπολεμικό κίνημα, η κυρίαρχη προπαγάνδα χωρίς να διολισθαίνει σε «εσωτερικευμένα» δίπολα. Η πολιτική αυτοπεποίθηση εκφρασμένη ως άρνηση οποιασδήποτε συνδιαλλαγής με τα παρελκυστικά ερωτήματα που έθετε ο ιμπεριαλισμός για τους «φονταμενταλιστές ταλιμπάν», τον «σφαγέα Μιλόσεβιτς» και τον «τύραννο Σ. Χουσεΐν», δε λειτουργούσαν μόνο ως ανάχωμα στον ιδεολογικό-προπαγανδιστικό πόλεμο του εχθρού. Λειτουργούσαν και ως συγκροτητικό στοιχείο απέναντι στον επιχειρούμενο παροπλισμό των «έξωθεν» ηθικολογικών και διχαστικών αμφιβολιών που σπέρνονταν για το αν η στήριξη της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας μιας χώρας σημαίνει και ιδεολογική ταύτιση με τους ηγέτες της.

    • Η οπισθοχώρηση από αυτήν την κόκκινη γραμμή ανάμεσα σε εμάς και τον ιμπεριαλισμό, δεν μπορεί παρά να δίνει χώρο στην ιδεολογική ηγεμονία του και να φανερώνει την παράβλεψη από μέρους μας του σχεδιασμού που ο Δυτικός ιμπεριαλισμός επεδίωκε και τελικά κατάφερε να επιτύχει στην Συρία με την νίκη της λεγόμενης «αντιπολίτευσης». Γιατί βάσει των δεδομένων μπορούμε πλέον να αντιληφθούμε πόσο παρελκυστική ήταν για το αντιπολεμικό κίνημα η επικέντρωση της συζήτησης γύρω από το «τυραννικό καθεστώς Άσαντ», λειτουργώντας τελικά ως «αριστερό άλλοθι» στον ιμπεριαλισμό, όταν την ίδια στιγμή πραγματοποιούνταν μια πολυεθνική πολεμική επέμβαση στην Συρία με στόχο τον διαμελισμό της. Αντίστοιχα, μπορούμε πλέον να αντιληφθούμε πόσο παρελκυστική ήταν η συζήτηση για τα «δικαιώματα , τη δημοκρατία και τους εξεγερμένους», όταν την ίδια στιγμή ανοιχτά και απροσχημάτιστα  η Δύση και οι σύμμαχοι της χρηματοδοτούσαν και εξόπλιζαν σκοταδιστές μισθοφόρους για να παραδώσουν τη Συρία στα διεθνή μονοπώλια.

Δεν παραγνωρίζουμε, ούτε υποβαθμίζουμε τις εσωτερικές διεργασίες, τις ανάγκες, τα αιτήματα και την ταξική διαπάλη του συριακού λαού πάντα στο ιδιαίτερο πολιτισμικό πλαίσιο και συνθήκες που εξελίσσονται. Δεν μπορούμε όμως να μην αναγνωρίσουμε ταυτόχρονα την μεθοδολογία με την οποία οι ιμπεριαλιστικοί μηχανισμοί παρυσφρύουν, πατώντας πάνω στα υπαρκτά λαϊκά αιτήματα και διεκδικήσεις με σκοπό να ανακατευθύνουν τον εκάστοτε αγώνα και τις προοπτικές του για την ταξική χειραφέτηση και απελευθέρωση προς την εξυπηρέτηση των γεωπολιτικών σχεδιασμών τους δηλαδή, την αποσταθεροποίηση ή τη διάλυση μιας χώρας και την εγκαθίδρυση μιας αντιδραστικής, διάδοχης κατάστασης εξουσίας που θα τους εξυπηρετεί, οδηγώντας εντέλει στη ματαίωση των λαϊκών διεκδικήσεων και στην παγίωση μιας νέας συνθήκης σκλαβιάς υπό την σκέπη του Ιμπεριαλισμού. Συνθήκη την οποία, αν αναλογιστούμε την ευρύτερη σύγκρουση που εξελίσσεται στην Μέση Ανατολή με τον τοποτηρητή των δυτικών συμφερόντων, το κράτος-δολοφόνο του Ισραήλ και τον λογιζόμενο “Άξονα της Αντίστασης” (Παλαιστίνη, Λίβανος, Ιράν, Υεμένη), μπορούμε να την αντιληφθούμε ξεκάθαρα να λειτουργεί στη Συρία ως μια τακτική νίκη των Δυτικών Δυνάμεων σε μια στρατηγική περιοχή-κόμβο, ενάντια στις δυνάμεις του “Άξονα της Αντίστασης” και τελικά εις βάρος του συριακού λαού και των λαών της περιοχής.

    • Η μετατόπιση της συζήτησης στο προνομιακό «δημοκρατικό» τερέν που φιλοτέχνησε η ιμπεριαλιστική «ανθρωπιστική» προπαγάνδα, εξαΰλωσε το βασικό ερώτημα και αίτημα της αντιπολεμικής-αντιιμπεριαλιστικής πάλης που αφορά το «πώς» και «για λογαριασμού ποιανού» θα αποκατασταθεί η δημοκρατία στη Συρία. Η θεμελιώδης αρχή που λέει πως ο ιμπεριαλισμός σκορπά μόνο αίμα και φρίκη και πως ένας λαός για να κερδίσει τη δημοκρατία πρέπει να είναι ενιαίος και ανεξάρτητος, χάθηκε σε μια ηθικολογική πολιτική ίσων αποστάσεων, η οποία τελικά παραχωρεί ιδεολογικό χώρο στον εχθρό

    • Εκ του αποτελέσματος πια, δεν υπάρχει περιθώριο καμίας παρερμηνείας ή ελιγμού. Μονάχα μια σύντομη περιγραφή των όσων συμβαίνουν μετά την πτώση του Άσαντ στην Συρία είναι αρκετή για να επιβεβαιωθούν όλα όσα διαδραματίζονταν ανοιχτά και απροσχημάτιστα μπροστά στα μάτια τις διεθνούς κοινής γνώμης. 

    • Αρχικά, επιβεβαιώνεται πως η «αντιτρομοκρατική εκστρατεία» των ΗΠΑ κατά του ISIS στο συριακό έδαφος αποτέλεσε μια ξεκάθαρη πρόφαση για την εισβολή και τον διαμελισμό της χώρας, και πως ο ISIS αποτέλεσε εργαλείο αποσταθεροποίησης της περιοχής. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να εξηγηθεί το γεγονός πως η νίκη μιας οργάνωσης- παρακλαδιού του ISIS, και μάλιστα υπό την ηγεσία ενός επικηρυγμένου από τις ΗΠΑ τρομοκράτη (Αλ Γκολάνι), χαιρετίστηκε σύσσωμα από το ευρωατλαντικό «αντιτρομοκρατικό» μπλοκ της Δύσης. Γι’ αυτό και ο «εκπολιτιστικός καλλωπισμός» ενός ακραίου τζιχαντιστή ηγέτη σε μετριοπαθή απελευθερωτή της Συρίας, δεν αναδεικνύει μονάχα την (μάταιη) επικοινωνιακή συγκάλυψη των εντεταλμένων υπηρεσιών που προσέφεραν οι μισθοφόροι της «συριακής αντιπολίτευσης», αλλά και το ρόλο της «ισλαμιστικής τρομοκρατίας» στην Συρία ως δούρειος ίππος για την εισβολή, τον διαμελισμό και την λεηλασία της χώρας. Διαφορετικά, η νίκη του Αλ Γκολάνι θα έπρεπε να θεωρηθεί ως συντριβή της πολιτικής των ΗΠΑ στη Συρία, αφού οι τρομοκράτες τελικά όχι μόνο δεν ηττήθηκαν αλλά ανέλαβαν και τη διακυβέρνηση της χώρας.   

    • Η νίκη της Ταχρίρ Αλ Σαμ επικυρώνει με απόλυτη ακρίβεια τον σχεδιασμό πίσω από τον λεγόμενο «Συριακό εμφύλιο»,  με την χώρα να μετατρέπεται σε λεία του Δυτικού ιμπεριαλισμού και των συμμάχων του. Οι δηλώσεις νομιμοφροσύνης και υποταγής του Αλ Γκολάνι στη Δύση, η παρέλαση αρχηγών ξένων μυστικών υπηρεσιών και υπουργών εξωτερικών στη Δαμασκό για την διασφάλιση των συμφερόντων τους στο νέο πολιτικό τοπίο της Συρίας, αλλά και η αδιαμαρτύρητη αποδοχή των βομβαρδισμών και της κατοχής νέων εδαφών από το Ισραήλ, αποκαλύπτει την εν εξελίξει διαδικασία τεμαχισμού και μοιράσματος της χώρας στους εργοδότες της «Συριακής αντιπολίτευσης».  Με άλλα λόγια, ο «Συριακός εμφύλιος» αποτέλεσε μια μακροχρόνια ιμπεριαλιστική επένδυση, η οποία με την νίκη της Ταχρίρ Αλ Σαμ τελικά απέδωσε.   

    • Διαφορετικά, οποιαδήποτε άλλη αφήγηση γύρω από το περιεχόμενο του «Συριακού εμφύλιου» αλλά και της επόμενης μέρας από τη νίκη της «αντιπολίτευσης»,  θα πρέπει να απαντήσει σε ένα κρίσιμο ερώτημα αναφορικά με το πολιτικό υπόβαθρο και περιεχόμενο της «αντιπολίτευσης». Δηλαδή, αν  θεωρούμε πως οι μισθοφορικοί τζιχαντιστικοί στρατοί του Δυτικού ιμπεριαλισμού και των συμμάχων τους θα κατέλυαν το «τυραννικό καθεστώς Άσαντ» με στόχο την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την εκπλήρωση των αναγκών του Συριακού λαού ή όχι. Η οποιαδήποτε παλινωδία γύρω από αυτό το ερώτημα είναι καταδικασμένη στην απροσδιοριστία των κατά τα άλλα δίκαιων γενικών αρχών περί «ανάγκης πτώσης των τυράννων», χωρίς να απαντάει σε τίποτα. Γιατί αυτές οι παλινωδίες, οι οποίες τελικά εμφορούνται από την αναντίστοιχη ιεράρχηση του Συριακού ζητήματος μόνο γύρω από την πτώση του Άσαντ και όχι από την ιμπεριαλιστική επέμβαση εναντίον της χώρας του, είτε αδυνατούν είτε αρνούνται συνειδητά να πάρουν συγκεκριμένη θέση στον συγκεκριμένο πόλεμο που διεξάγουν συγκεκριμένες δυνάμεις με συγκεκριμένες συνέπειες από την νίκη της μίας ή της άλλη πλευράς. Και με αυτόν τον τρόπο, στο πραγματικό υλικό διακύβευμα της αναμέτρησης και όχι σε αυτό που θα θέλαμε να εμείς να συμβαίνει, μια έμμεση συγκατάβαση στην πτώση του Άσαντ σημαίνει μια άμεση υποστήριξη σε αυτούς που τον έριξαν.  

Με γνώμονα τα παραπάνω και ως οργανωμένες αντιιμπεριαλιστικές αντιπολεμικές δυνάμεις του κινήματος οφείλουμε να προσεγγίζουμε τις λαϊκές εξεγέρσεις υπό το πρίσμα των πολιτικών περιεχομένων των αιτημάτων τους αλλά και των δυνάμεων που ηγεμονεύουν σε αυτές. Ο λαός δεν αποτελεί ένα καθαγιασμένο τοτέμ, αλλά ένα ενεργό υποκείμενο που δρα προοδευτικά όταν χειραφετείται και δρα για το ταξικό του συμφέρον. Υπό αυτή την έννοια, δεν είμαστε γενικά με τους λαούς που εξεγείρονται, μιας και οι καθοδηγούμενες εξεγέρσεις (πορτοκαλί επαναστάσεις) μπορεί να ξεσπούν για φαινομενικά δίκαια αιτήματα, όμως λειτουργούν αντικειμενικά προς όφελος ξένων δυνάμεων. Δεν υιοθετούμε μια αστυνομική αντίληψη της ιστορίας, ούτε έχουμε τα στοιχεία για να αποδείξουμε αν η λεγόμενη «Αραβική Άνοιξη» αποτέλεσε εργαλείο ιμπεριαλιστικού μετασχηματισμού της Μ. Ανατολής. Δεν μπορούμε να σταθούμε κριτικά στο δίκαιο αγώνα του συριακού λαού για μεταρρυθμίσεις και δημοκρατία, δεν πρέπει όμως να αγνοούμε το γεγονός πως ο αγώνας αυτός μετατράπηκε σε πολεμική σύρραξη μισθοφόρων που δρούσαν στην υπηρεσία ξένων συμφερόντων. Και με αυτό το δεδομένο, η εξέγερση έπαψε να ισχύει ως τέτοια και το βασικό υποκείμενο της δεν λειτουργούσε πλέον απελευθερωτικά, αλλά ως μισθοφόρος-προδότης που πολεμούσε για να παραδώσει τη χώρα του στα διεθνή ιμπεριαλιστικά κέντρα ελέγχου.

Η ιστορική περίοδος που ζούμε θα είναι γεμάτη από αυτοτελείς προλεταριακές και λαϊκές εξεγέρσεις, στις οποίες η στήριξη μας οφείλει να είναι δεδομένη. Οφείλει, όμως, ταυτόχρονα να δένεται διαλεκτικά με την ταξική πάλη που διεξάγεται στον τόπο μας. Και η στάση μας αυτή προκύπτει και από το γεγονός πως η αστική τάξη της χώρας που ζούμε και άρα ο “δικό μας ” αντίπαλος, χαιρέτισε εξίσου ένθερμα την πτώση του Άσαντ, όντας σφιχτά προσδεδεμένος στο δυτικό ιμπεριαλιστικό άρμα ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και ΕΕ. Η Ελλάδα έχει επιλέξει  καιρό τώρα τις στρατιωτικές και πολεμικές της συνεργασίες με μία σειρά διακρατικών συμφωνιών (Πρέσπες 2018), “αμυντικών” συμφώνων (με Γαλλία και ΗΠΑ), αγορών πολεμικού εξοπλισμού, παραχωρήσεων υποδομών, λιμανιών και στρατοπέδων, συμμετοχών σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Μία πολιτική που εκφράζεται με τις διαρκείς «μεταρρυθμίσεις» στα μετόπισθεν. Τις ιδιωτικοποιήσεις, την εκτίναξη των τιμών στα είδη πρώτης ανάγκης και την αύξηση του κόστους ζωής, τους παγωμένους μισθούς και συντάξεις και την εντατικοποίηση της εργασίας, τη διάλυση του δημόσιου χαρακτήρα της Παιδείας, της Υγείας και μίας σειράς υπηρεσιών και υποδομών, την όξυνση και την στρατιωτικοποίηση της καταστολής, το κυνήγι και τη διαρκή βαρβαρότητα απέναντι στους μετανάστες και τις μετανάστριες στα σύνορα και στους δρόμους, τα πλημμελή μέτρα προστασίας της ζωής και της υγείας των εργαζομένων στους χώρους δουλειάς.

Ο αγώνας μας επομένως για την απεμπλοκή της χώρας από όλα τα ενεργά πολεμικά μέτωπα, για την ακύρωση των οικονομικών και πολεμικών συμφωνιών με το Ισραήλ, με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, για να εκδιωχθούν όλες οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ που έχουν κατακλύσει την ελληνική επικράτεια, εκτός από το ότι υπερασπίζεται τα υλικά και ταξικά μας συμφέροντα εμπερικλείει και το διεθνιστικό προλεταριακό καθήκον. Έτσι όσο στεκόμαστε στο πλευρό των λαών της Παλαιστίνης , της Υεμένης της Αφρικής και όλων αυτών που μάχονται ενάντια στην ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα , άλλο τόσο οφείλουμε να κρατήσουμε ξεκάθαρη θέση ενάντια στη νίκη της Ταχρίρ Αλ Σαμ. Γιατί η σελίδα της ιστορίας που μιλάει για την απελευθέρωση των λαών δεν εκκινείται από τις νέες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στην περιοχή, τις νέες συνθήκες φτώχειας και εκμετάλλευσης, τους νέους ιμπεριαλιστικούς πολέμους στην πλάτη των λαών, που νίκη αυτή εγκυμονεί, αλλά από την πάλη εναντίον τους.

Διαρκής Αγώνας ★ για την ταξική απελευθέρωση