Εισήγηση της Εκδήλωσης “Καπιταλιστική κρίση, ιμπεριαλιστικός πόλεμος και τα καθήκοντα του αντιπολεμικού κινήματος” (Απρίλιος 2023)
Καπιταλιστική Κρίση, Ιμπεριαλιστικός Πόλεμος και τα καθήκοντα του αντιπολεμικού κινήματος
Οι κυρίαρχες προσεγγίσεις γύρω από τον πόλεμο στην Ουκρανία περιορίζονται σε γεγονοτολογικές, κοντόφθαλμές, αφηγήσεις της οικονομικής και γεωστρατηγικής πραγματικότητας αποκρύπτοντας έτσι την δομική υπόσταση που κρύβεται πίσω από την ιστορική συνέχεια. Ωστόσο προκειμένου να αναλυθεί η σημερινή συνθήκη στην οποία βρίσκεται το ιμπεριαλιστικό γίγνεσθαι απαιτείται να εξεταστεί η κατάσταση του παγκόσμιου καπιταλισμού από τη δομική κρίση του 2007-2008 και έπειτα.
Κρίση 2008 / Πανδημία Covid 19 – Ορόσημα αλλαγής του παγκόσμιου σκηνικού.
Τα τελευταία 15 χρόνια, άλλωστε, ο παγκόσμιος καπιταλισμός έχει έρθει αντιμέτωπος με σωρεία υφέσεων και κρίσεων, οι οποίες σε αντίθεση με τη κυρίαρχη αφήγηση δεν αναδύονται λόγω κάποιας τυχαιότητας, αλλά αποτελούν δομικό στοιχείο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Από το ιστορικό συνεχές, μάλιστα, παρατηρείται ότι εντός κάθε πεντηκονταετίας (σχεδόν) εναλλάσσονται φάσεις υφέσεων, αναπτύξεων και κρίσεων. Χαρακτηριστικά, το οικονομικό κραχ στις ΗΠΑ το 1929 διαδέχθηκαν οι πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του 70’, ενώ ακολούθησε άλλη μια παγκόσμια οικονομική κρίση αυτή του 2007-2008.
Η κρίση του 2008 ξέσπασε υπό την μορφή προβλημάτων στην αγορά στεγαστικών δανείων χαμηλής εξασφάλισης στις ΗΠΑ και σταδιακά εξαπλώθηκε και στην παγκόσμια οικονομία. Υπό την αδυναμία του ιδιωτικού τομέα να αντιμετωπίσει την κρίση τα κράτη παρενέβησαν για την διάσωση του μεγάλου κεφαλαίου, ευρύτερα, και του τραπεζικού ιδιαίτερα. Με αυτόν τον τρόπο, για άλλη μια φορά, φάνηκε η αποτυχία της ελεύθερης αγοράς και ο πραγματικός ταξικός ρόλος του κράτους. Χαρακτηριστικά, στις ΗΠΑ, τη Μεγάλη Βρετανία και την ΕΕ εγκαινιάστηκε εκείνη τη περίοδο η πολιτική των μηδενικών επιτοκίων, η οποία ουσιαστικά μετέφερε το ρίσκο χρεοκοπίας από τις τράπεζες στα κράτη και στη συνέχεια στους πολίτες. Παράλληλα, στο εσωτερικό της ΕΕ -όπου παρατηρείται ανισόμετρη και ανισομερής ανάπτυξη και ασκείται ‘ενδό-ενωσιακός’ ιμπεριαλισμός το βάρος που θα έπρεπε να αναλάβουν τα γερμανικά μονοπώλια και το κράτος μετακυλήθηκε στις χώρες του νότου με την Ελλάδα να αναλαμβάνει το μεγαλύτερο κόστος. Βέβαια, δε μπορούμε να πέφτουμε σε αταξικές γενικεύσεις, αντίθετα πρέπει να αντιλαμβανόμαστε ότι το χρέος το σήκωσε και το σηκώνει στις πλάτες της η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα.
Η τελευταία κρίση που αναδύθηκε είναι αυτή που εκδηλώθηκε με το ξέσπασμα της πανδημίας του COVID19. Για το ξέσπασμα της υγειονομικής κρίσης, ευθύνεται το υπάρχον σύστημα παραγωγής και οργάνωσης των κοινωνικών αναγκών και σχέσεων που επιφέρει διαρκή αναζήτηση κέρδους μέσω της συνεχούς επέκτασης της βιομηχανικής παραγωγής, διαταράσσοντας έτσι την οικολογική ισορροπία. H πανδημία λοιπόν, λειτούργησε σαν επιταχυντής της προ υπάρχουσας υφεσιακής δυναμικής της παγκόσμιας οικονομίας. Η αδιαφορία για σοβαρή υγειονομική πολιτική προσανατολισμένη στις κοινωνικές ανάγκες και η μιλιταριστική αντιμετώπιση, με την παγίωση και τη θεσμοθέτηση του καθεστώτος «έκτακτης ανάγκης» διαμόρφωσαν τους όρους και το πλαίσιο της συνέχισης της καπιταλιστικής κερδοφορίας εις βάρος των λαών, με τη διατάραξη της εφοδιαστικής αλυσίδας, την κοινωνική καταστολή, τη διάλυση των δημόσιων δομών υγείας, τα υπερκέρδη των ιδιωτικών νοσοκομείων, των φαρμακευτικών ομίλων, των αλυσίδων τροφίμων, των εταιριών μεταφορών κ.α.
Τέλος της «παγκοσμιοποίησης» – Διατάραξη εφοδιαστικών αλυσίδων -ενίσχυση εθνικών μονοπωλίων -επαναφορά παραγωγικών μονάδων- «Οριοθετημένη Διεθνοποίηση».
Αν λοιπόν κάτι ανέδειξε η κρίση του 2008 και ακόμα περισσότερο η διαχείριση του Covid-19 αναφορικά με τις διακρατικές σχέσεις, αυτό είναι η ευθραυστότητα του άλλοτε αρραγούς διεθνοποιημένου καπιταλιστικού κόσμου, οι αντιφατικές και φυγόκεντρες τάσεις στο εσωτερικό του, και τελικά σήμερα, η διαδικασία επαναπροσδιορισμού του με πολεμικούς όρους. Με τη γεωπολιτική διαχείριση του Covid-19 να σμπαραλιάζει τελειωτικά τις δοξασίες περί ενοποιημένου-διεθνοποιημένου καπιταλιστικού κόσμου, μετατρέποντας μια υγειονομική απειλή σε παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο, και με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία να επισφραγίζει το πέρασμα σε μια ευθέως πολεμική επίλυση των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων και μάλιστα σε ευρωπαϊκά εδάφη, δεν υπάρχει χώρος και χρόνος για άλλες αυταπάτες.
Η σύγκρουση στην Ουκρανία, ως ιστορική τομή δρομολόγησης των μη αναστρέψιμων πολεμικών εξελίξεων, δεν συνέβη ως αποτέλεσμα ενός «εκτροχιασμού» της διεθνοποιημένης οικονομίας, αλλά ως νομοτελειακή «κανονικότητα» των νόμων και των εγγενών της αντιφάσεων. Εκκινώντας από το γενικό, και την σύμφυτα ανταγωνιστική φύση/υπόσταση του κεφαλαίου ως σχέση, και καταλήγοντας στο ειδικό, και την αποτύπωση αυτής της ανειρήνευτης σχέσης στη σύγχρονη διεθνοποιημένη οικονομία, κατανοούμε πως τα ευφυολογήματα περί «καπιταλιστικής ενοποίησης» δεν αφορούσαν τίποτε άλλο παρά την διεύρυνση μιας ακόμα πιο βίαιης διαδικασίας συσσώρευσης, βάσει της οικονομικής και πολιτικοστρατιωτικής κατανομής ισχύος.
Και συγκεκριμένα, η διεθνοποίηση του κεφαλαίου και η αχανής διάταξη του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας, κάτι που μετά και την πτώση της ΕΣΣΔ ονομάστηκε πανηγυρικά ως «παγκοσμιοποίηση», δεν αφορούσε καμία διαδικασία «ειρηνικής ολοκλήρωσης» του καπιταλιστικού κόσμου διεθνώς, αλλά την ενσωμάτωση, συναινετικά ή με τη βία, στην ασυναγώνιστη πολιτική, οικονομική και στρατιωτική ισχύς του αμερικάνικου κεφαλαίου.
Αποσταθεροποίηση του Δυτικού Ιμπεριαλισμού – Ανάδυση νέων υπερδυνάμεων – Ανταγωνισμοί για «Γεωπολιτικούς Διαδρόμους» και πρώτες ύλες. Νέες διεθνείς εμπορικές ενώσεις (ΑΣΙΑ).
Τις δεκαετές που ακολούθησαν τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, οι ΗΠΑ ηγεμόνευσαν στο δυτικό μπλοκ. Στον βωμό της διατήρησης της εσωτερικής συνοχής και της εξασφάλισης μιας δυνατής εξωτερικής αγοράς για τα εμπορεύματά τους, έσπειραν και τους αυριανούς τους αντιπάλους στον διεθνή ανταγωνισμό (Ανοικοδόμηση Ευρώπης , δημιουργία ΟΟΣΑ, ΕΕ κλπ.). Όμως, η μεταπολεμική παντοκρατορία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και η γεωστρατηγική διευθέτηση της ισχύος του μέσω διεθνών-διακρατικών «ολοκληρώσεων» που υποθήκευαν την ενσωμάτωση τους αποσπώντας μερίδιο από τη διεθνή αγορά, σήμερα φαίνεται πως βρίσκεται σε τέλμα. Και το τέλμα αυτό, δεν αφορά μια ιστορικά απροσδιόριστη μεταβολή των παγκόσμιων συσχετισμών ισχύος, αλλά την αποτύπωση της νομοτελειακής οριοθέτησης του ιμπεριαλισμού. Την αποτύπωση δηλαδή, των ορίων γύρω από τις πλέον αντιφατικές και αυτόκαταστροφικές τάσεις του μονοπωλιακού κεφαλαίου να ξεπεράσει την κρίση του.
Οι πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του 1970, ο επακόλουθος στασιμοπληθωρισμός, η εγκατάλειψή του συστήματος σταθερών ισοτιμιών του Bretoo Woods και του κανόνα του χρυσού, οι αυξημένοι – για τις ορέξεις του κεφαλαίου, μισθοί των εργαζομένων, κεκτημένο χρόνιας παρουσίας ισχυρών συνδικάτων και σωματείων στις ΗΠΑ, και άλλες πολλές εξελίξεις, οδήγησαν σε μια στροφή και στην πολιτική των καπιταλιστών. Από την εποχή της συναίνεσης, όπου η παρουσία ισχυρών συνδικάτων και ενός ισχυρού ιδεολογικού και πολιτικού αντίπαλου δέους (ΕΣΣΔ] εξασφάλιζε την εκμαίευση της συναίνεσης στην κεϋνσιανή οικονομική πολιτική στην εποχή δηλαδή της επίθεσης και του νεοφιλελευθερισμού.
Το νεοφιλελεύθερο «άνοιγμα των αγορών» διεθνώς, το οποίο συσσώρευε όλες τις τοξικές αντιφάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας στην πιο διευρυμένη/διεθνοποιημένη μορφή που γνώρισε η ανθρωπότητα, εκφράστηκε το 2008 με μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις της ιστορίας, αλλά και σήμερα, με την ανάδυση ενός αντίπαλου ιμπεριαλιστικού μπλοκ. Γι’ αυτό και η Κίνα, ως διακηρυγμένος «στρατηγικός αντίπαλος» του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, δεν αναδείχθηκε σε υπερδύναμη στο περιθώριο των διεργασιών του διεθνοποιημένου κεφαλαίου των προηγούμενων δεκαετιών, αλλά ακριβώς στον πυρήνα τους.
Η Κίνα ως «παγκόσμιο εργοστάσιο», αποτέλεσε την παγκόσμια κεντρική αρτηρία μεταφοράς αξίας προς τη Δύση και σημείο αναφοράς για την μετατροπής της σε τεχνοκρατικό διευθυντήριο «αναδιανομής» των κεφαλαίων που εισέρρεαν από την υπερεκμετάλλευση των εργατών και των φυσικών πόρων της Ασίας. Όμως, η τότε ζωτική ανάγκη του Δυτικού ιμπεριαλισμού με επικεφαλής τις ΗΠΑ για «διεθνοποίηση» των αγορών, δηλαδή για λεηλασία της εργασίας και των φυσικών πόρων (και) της Ασίας, σήμερα λειτουργεί αντίστροφα απειλώντας ευθέως την παντοκρατορία τους. Οι ίδιες οι ΗΠΑ δημιούργησαν τον άμεσο αντίπαλο τους, αφού η εμπορική «αλληλεξάρτηση» και η ενσωμάτωση της Κίνας στη διεθνή αγορά της επέτρεψε να συσσωρεύει κεφάλαιο, τεχνογνωσία και πρώτες ύλες, καθιστώντας τη σταδιακά σε εμπορική και οικονομική υπερδύναμη. Και είναι ακριβώς αυτή η δυσεπίλυτη αντίφαση μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας, αντανακλώντας τον πυρήνα της άναρχης και ανορθολογικής καπιταλιστικής οικονομίας, που στη σημερινή διεθνοποιημένη της μορφή παίρνει νομοτελειακά τον χαρακτήρα ενός νέου παγκοσμίου πολέμου.
Ο Δυτικός ιμπεριαλισμός βρίσκεται στη δίνη μιας καθολικής οικονομικής, πολιτικής, πολιτιστικής κρίσης στο εσωτερικό του, αρχικά, αδυνατώντας πια να εγγυηθεί την ομαλή κοινωνική αναπαραγωγή (εργασία, υγεία, παιδεία), βυθίζοντας τις κοινωνίες στην ανέχεια και την ανασφάλεια. Και εν συνεχεία, έχοντας απωλέσει το σκήπτρο της «πολιτιστικής του ανωτερότητας» και του «συλλογικού δημοκρατικού φαντασιακού», ο κοινωνικός του ιστός αποσυντίθεται στο φόντο της γενικευμένης οπισθοδρομικής δυσπιστίας, με φαινόμενα αδιέξοδης εξατομίκευσης, μαζικού ανορθολογισμού και εκφασισμού.
Αντίστοιχα, η εσωτερική σήψη του Δυτικού ιμπεριαλισμού αντανακλάται και στην «εξωτερίκευση» της, και ειδικότερα στις ΗΠΑ ως επικεφαλής, με την αδυναμία, τουλάχιστον με τους όρους που υπήρχαν μέχρι σήμερα, να αναπαράγει τον ηγεμονικό της ρόλο ανεμπόδιστα. Η εσωτερική πολιτική αποσταθεροποίηση στις ΗΠΑ και ο άτυπος εμφύλιος μεταξύ δημοκρατικών και ρεπουμπλικάνων, αλλά και η στροφή σε έναν άτυπο προστατευτισμό ειδικότερα μετά την εκλογή Τραμπ και των όσων εφάρμοσε αποτελούν στοιχεία εσωστρέφειας και παρακμής. Και αυτή η παρακμή, αποτυπώνεται φυσικά και στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, τόσο με τις επαναλαμβανόμενες αποτυχίες (Ιράκ, Αφγανιστάν, Συρία), όσο και με -την άλλοτε αδιανόητη- άρνηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των αναπτυσσόμενων χωρών, οι οποίες αντιπροσωπεύουν τα 2/3 του παγκόσμιου πληθυσμού, να συστρατευθούν με τις ΗΠΑ σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία, στο φόντο της συνδιαλλαγής τους με το αναδυόμενο μπλοκ Ρωσίας-Κίνας.
Και είναι αυτή η συνδιαλλαγή, μέσω εμπορικών, οικονομικών και στρατιωτικών ενώσεων, η οποία, αν και ακόμα υστερεί σε επίπεδο συνοχής αλλά και δυναμικής σε σχέση με τον ευρωατλαντικό άξονα των ΗΠΑ, τον αμφισβητεί έμπρακτα και δυνητικά απειλεί να τον αποκαθηλώσει. Οι BRICS, αποτελούν μια ευθεία απειλή για τους G7, το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα αλλά και για την πρωτοκαθεδρία του δολαρίου, μέσω της δημιουργίας δικού τους ταμείου συναλλαγματικών αποθεμάτων και παράλληλου σύστημα διεθνών συναλλαγών που επιχειρεί να εκτοπίσει το δολάριο. Παράλληλα, η πρόσφατη «περιφερειακή συνολική οικονομική συνεργασία» (RCEP) 15 χωρών της Ανατολικής Ασίας και του Ειρηνικού, με επικεφαλής την Κίνα, καθώς και ο «Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης» ως αντίπαλο δέος του ΝΑΤΟ επιχειρούν να καταστεί σχηματισμός κοινής ανάσχεσης των σχεδιασμών των ΗΠΑ στην Ασία, ενώ η αύξηση του πυρηνικού οπλοστασίου της Κίνας μέσω διπλασιασμού των πυρηνικών κεφαλών και της κατασκευής πυρηνοκίνητων υποβρυχίων, αναδεικνύει την επιχειρούμενη αναβάθμιση της και στο στρατιωτικό σκέλος, ως καθοριστικό παράγοντα στους διεθνείς συσχετισμούς δύναμης.
Ο Μονόδρομος του Πολέμου – Η Ουκρανία ως βαρόμετρο για την παγκόσμια ηγεμονία. Οι αυταπάτες περί «πολυπολικού κόσμου».
Είναι λοιπόν αυτή η γενικευμένη κρίση του Δυτικού ιμπεριαλισμού και η ταυτόχρονη ανάδυση ενός νέου ιμπεριαλιστικού μπλοκ που προσδιορίζει την κεντρική αντίθεση της εποχής μας. Όμως αυτή η αντίθεση, ως ενσάρκωση των νόμων της καπιταλιστικής οικονομίας, και η διαφαινόμενη «μετάβαση ισχύος» από την παρηκμασμένη Δύση στον Ρωσοκινέζικο άξονα, δεν μπορεί να γίνει με ειρηνικούς όρους. Δεν έγινε, δεν γίνεται και δεν θα γίνει ποτέ στην ιστορία. Και ακριβώς αυτό ζούμε σήμερα, την απαρχή, και όχι την κορύφωση, των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων, στο φόντο, από τη μια της αυξανόμενης επιρροής του Ρωσοκινέζικου άξονα και από την άλλη την- ζωτικής σημασίας- αύξηση της επιθετικότητας των ΗΠΑ για την διατήρηση της παγκόσμιας ηγεμονίας τους.
Στα συντρίμμια λοιπόν της «παγκοσμιοποίησης», δηλαδή της παντοκρατορίας των ΗΠΑ, στήνεται ένα νέο διεθνές πολεμικό σκηνικό για το ξαναμοίρασμα των σφαιρών επιρροής. Με τις εφοδιαστικές αλυσίδες να εργαλειοποιούνται ως μέσο εμπορικού/ενεργειακού πολέμου, και με την προϋπάρχουσα διάταξη του διεθνοποιημένου καταμερισμού εργασίας να είναι ευάλωτος και να αμφισβητείται εμπράκτως, αυτή τη στιγμή, διαδραματίζεται μια εμπόλεμη αναδιάταξη των διεθνών αγορών. Και η λεγόμενη «αποπαγκοσμιοποίηση» αυτό ακριβώς σημαίνει. Όχι την αποδιεθνοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας και την περιχαράκωση της στα εκάστοτε εθνικά σύνορα, κάτι που θα ταυτιζόταν σχεδόν με την κατάρρευση του καπιταλισμού, αλλά την εξασφάλιση και περιφρούρηση των νέων ενεργειακών και εμπορικών διαδρόμων που διεκδικεί εμπόλεμα η κάθε πλευρά.
Όμως αυτή η διαδικασία «αποπαγκοσμιοποίησης» ή καλύτερα οριοθετημένης διεθνοποίησης, για τον Δυτικό ιμπεριαλισμό σημαίνει μια αναπόφευκτη διαδικασία αυτό-υποβάθμισης. Ακόμα και αν ο πολυδαίδαλος παγκόσμιος καταμερισμός απαγορεύει μια ακαριαία διακοπή όλων των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των αντίπαλων μπλοκ, κάτι που θα οδηγούσε σε ένα άμεσο κραχ της Δύσης, η διαδικασία οριοθέτησης των διεθνών αγορών είναι γεωστρατηγικά αναγκαία, αλλά ταυτόχρονα επιζήμια λόγω συρρίκνωσης της αγοράς.
Γι’ αυτό και οι ΗΠΑ, εκτός από τον σχεδιασμό «διπλής ανάσχεσης» της Ρωσίας και της Κίνας, ταυτόχρονα μεταφέρουν τον πόλεμο και στο εσωτερικό του συμμαχικού ευρωατλαντικού μπλοκ, κυριαρχώντας εμπορικά και οικονομικά απόλυτα εντός του. Πατώντας στο καταστατικό δόγμα του ΝΑΤΟ που προβλέπει «να κρατά τις ΗΠΑ μέσα, τη Γερμανία κάτω και την Ρωσία έξω», και αξιοποιώντας την πολιτικοστρατιωτική τους ισχύ, οι ΗΠΑ κρατάνε την «Ρωσία έξω», αρχικά, παραβιάζοντας την συμφωνία μη επέκτασης του ΝΑΤΟ στην Ανατολή και επιχειρώντας να καταστήσουν την Ουκρανία πυρηνικό προγεφύρωμα εκβιάζοντας τον πόλεμο, και στη συνεχεία αναχαιτίζοντας τις ενεργειακές σχέσεις της με την Ευρώπη.
Αντίστοιχα, κρατάνε την Γερμανία, δηλαδή την Ευρώπη «κάτω», επιβάλλοντας την συμμετοχή της στον πόλεμο μέσω της αύξησης αμυντικών δαπανών και αποστολής στρατιωτικού υλικού στην Ουκρανία, καθιστώντας την στόχο πολεμικών αντιποίνων , αλλά και διακόπτοντας την ενεργειακή της αιμοδοσία από την Ρωσία. Ταυτόχρονα, μέσα από τον «νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού» (IRA), ο οποίος προβλέπει την δαπάνη περίπου μισού τρις δολαρίων για «πράσινες» επενδύσεις, επιδιώκουν μέσω μέτρων «προστατευτισμού» την προσέλκυση και επαναφορά των νευραλγικών παραγωγικών μονάδων στις ΗΠΑ, υποβαθμίζοντας έτσι (και) την ευρωπαϊκή βιομηχανία, ώστε να μονοπωλήσουν στον κρίσιμο τομέα των νέων τεχνολογιών και της «πράσινης μετάβασης».
Η ενεργειακή εξάρτηση της Ε.Ε. από τις ρωσικές ενεργειακές οδούς, η εμπορική τους σύνδεση και η μετριοπαθής στάση των ισχυρών ευρωπαϊκών οικονομιών απέναντι στον ρωσικό παράγοντα κατέστησε απαραίτητη την αμερικανική αντίδραση στην κατεύθυνση της κατάργησης αυτών των σχέσεων και της στενότερης εξάρτησης της Ε.Ε. στον δυτικό άξονα με την ταυτόχρονη διάβρωση της πολιτικο-οικονομικής σύνδεσης των ευρωπαικών χωρών και την αποδόμηση της βιομηχανικής τους δομής. Ο σχεδιασμός των Η.Π.Α. αποκρυσταλλώθηκε στην εμπλοκή στο πολιτικό statous quo της Ουκρανίας, με το αμερικανοκίνητο πραξικόπημα ,το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τη μετατροπή της σε κράτος μαριονέτα του δυτικού ιμπεριαλισμού, να ξεπερνάει τις «κόκκινες γραμμές» της Ρωσίας λειτουργώντας ως θρυαλλίδα των σωρευμένων γεωπολιτικών εντάσεων σε μια περιοχή ιδιαίτερης γεωστρατηγικής και πλουτοπαραγωγικής σημασίας. Ένα δηλαδή πεδίο ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης προάγγελλος της βαθύτερης υποβόσκουσας σύγκρουσης Η.Π.Α. – Κίνας.
Η πολιτική ανάγνωση της ανάδυσης ενός πολυπολικού κόσμου με τη δυναμική ανάσχεσης της, μέχρι πρότινος, απρόσκοπτης Νατοϊκής επέκτασης, ακόμα και αν είναι ρεαλιστική, δεν μπορεί να προεξοφληθεί, άκριτα, από τις ριζοσπαστικές δυνάμεις ούτε να τις αποπροσανατολίσει από το πραγματικό πολιτικό διακύβευμα, δηλαδή το όφελος της εργατικής τάξης και τη συγκρότηση του ταξικού αγώνα ως μέσο διασφάλισης του. Ενώ η παγκόσμια γεωπολιτική σύγκρουση διαλύει τη ψευδαίσθηση της καπιταλιστικής ειρήνης και εξελίσσεται με πρωτόγνωρους, για τους δικούς μας καιρούς, όρους, το ταξικό κίνημα δεν πρέπει να παρακολουθεί αμέτοχο, ούτε να παρασύρεται σε μια αντιπαραγωγική, στείρα διαμάχη επιλογής στρατοπέδου παραγκωνίζοντας τα πραγματικά του πολιτικά καθήκοντα, τον πραγματικό ιστορικό του ρόλο.
Η οπισθοχώρηση του αντιπολεμικού κινήματος – η απουσία του λαϊκού παράγοντα και των πρωτοπόρων κινηματικών δυνάμεων στην ανάσχεση του πολέμου. Η ιδεολογική χρεοκοπία, η συστράτευση με τον ιμπεριαλισμό.
Και μέσα σε αυτό το αμφίρροπο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό παγκόσμιο σκηνικό οφείλουμε από τη μία να αναρωτηθούμε τόσο για τους λόγους και τις αιτίες της αναιμικής αν όχι ολοκληρωτικής οπισθοχώρησης του αντιπολεμικού κινήματος και την απουσία του λαϊκού παράγοντα και των πρωτοπόρων κινηματικών δυνάμεων στην ανάσχεση των πολεμικών αναμετρήσεων. Και από την άλλη να επανατοποθετήσουμε ή καλύτερα να επαναπροσδιορίσουμε τα καθήκοντα του αντιπολεμικού κινήματος.
Να αναρωτηθούμε δηλαδή, πέρα από τις αφηρημένες γενικεύσεις, τη σημασία και την αναγκαιότητα της επανανοηματοδότησης της αυτοτελής ταξικής διεθνιστικής πολιτικής ως μονόδρομος απέναντι στον καπιταλιστικό και ιμπεριαλιστικό ζυγό. Απέναντι στη διάλυση και το διχασμό της τάξης μας και της πάλης μας.
Εξάλλου, η παραγωγή θέσης, λόγου και πράξης των επαναστατικών δυνάμεων εν καιρώ πολέμου, είναι κάτι που οφείλει να αποτελεί βασική στοχοθεσία και κεντρικό άξονα της πολιτικής τους και αυτό γιατί αποτελεί εν δυνάμει και τον τρόπο της ολικής ανατροπής αυτού του εκμεταλλευτικού κοινωνικού συστήματος. Αποτελεί τελικά το εγχειρίδιο – εχέγγυο της ταξικής πολιτικής απέναντι στον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό.
Αφετηρία και αφορμή όμως δεν πρέπει να είναι αποκλειστικά αυτή η χρονική στιγμή του πολέμου, αλλά ίσως να πρέπει να αναζητήσουμε τα αίτια της απουσίας του λαϊκού παράγοντα και των πρωτοπόρων κινηματικών δυνάμεων πολύ πριν από την «τυπική του έναρξη» με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Και αυτό κυρίως γιατί καιρό τώρα βρισκόμαστε μέσα σε έναν συνεχή πόλεμο «εντός και εκτός των τειχών». Έναν γενικευμένο πόλεμο μεγαλύτερων ή μικρότερων αναμετρήσεων, μεγαλύτερων ή μικρότερων γεωπολιτικών προκλήσεων.
Η περίοδος μετά το τέλος του «Σύντομου Εικοστού Αιώνα», μέχρι τη σαρωτική «Pax Americana» εποχή και του «Τέλους της Ιστορίας» (τους), αποτελούν το κύκνειο άσμα της νέας «εποχής των άκρων». Αυτή η νέα εποχή σημαδεύτηκε, όσον αφορά τις οργανωμένες επαναστατικές, αντικαπιταλιστικές και αντιιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αλλά και συνολικότερα όσον αφορά το «κίνημα», από την ίδια τους την ήττα. Και αυτό όχι γιατί έστω και στιγμιαία ή σε πρώτο χρόνο δε πρόβαλε τα απαιτούμενα αντανακλαστικά που επέβαλε η εποχή, με τους πολέμους να διαδέχονται ο ένας τον άλλον (πόλεμος κατά της «Τρομοκρατίας», Ιράκ, Αφγανιστάν, Γιουγκοσλαβία, Συρία, Παλαιστίνη, Αφρική κ.α.), αλλά κυρίως γιατί φάνηκε να του λείπει η απαιτούμενη διαλεκτική σύνδεση από το γενικό στο ειδικό.
Στους σημερινούς «πολέμους δια αντιπροσώπων», στην ολοένα και μεγαλύτερη ηγεμονία της αστικής καπιταλιστικής ιδεολογίας, στους καιρούς του «Δημοκρατικού Τόξου» και της «Ευρώπης των λαών ,των πολλών και της Ειρήνης» φαίνεται να συμπυκνώνεται όλη αυτή η γενίκευση της πολιτικής και κοινωνικής ανάλυσης, οδηγώντας τελικά σε ρεφορμιστικές και «ρεαλιστικές» πολιτικές που διαμελίζουν και κατακερματίζουν τον ίδιο τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα.
Δεν ισχυριζόμαστε ωστόσο, ούτε πιστεύουμε ότι το πρόβλημα είναι, αφηρημένα, στο «κίνημα» στις ταξικές δυνάμεις και στο λαό. Τουναντίον, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι αυτή η πολιτική συστράτευσης ουσιαστικά με την ήττα, τον ρεφορμισμό και την ιδεολογική παρακμή, είναι μια ακόμα πολιτική στρατηγική επίθεσης του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού στη τάξη μας. Μια πολιτική του αναθεωρητισμού που συνέβαλε στην εγκατάλειψη και στην υπονόμευση της αντιιμπεριαλιστικής πάλης και τελικά οδήγησε σε έναν ολοκληρωτικό και ολέθριο συμβιβασμό και στον κατακερματισμό του λεγόμενου κινήματος. Έναν συμβιβασμό υποταγής της αντιιμπεριαλιστικής πάλης. Έναν συμβιβασμό ανάμεσα στην ειρήνη μας και στους πολέμους τους. Έναν συμβιβασμό με τον ίδιο τον ιμπεριαλισμό.
Η κανονικοποίηση του πολέμου, η συμφιλίωση με τις φρίκες και τις οδύνες τους, ο ωχαδερφισμός της εποχής μας, η λογική του «δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική», πέρα από το ότι οδηγούν σε εσφαλμένα μονοπάτια, οδηγούν τελικά και στην διαιώνιση των συνθηκών της καταπίεσης, της εκμετάλλευσης, της υποταγής και της επιβολής. Οδηγούν σε νέους πολέμους με νέες συνθήκες και νέα δεδομένα. Γιατί πολύ απλά ο πόλεμος δε τελείωσε ούτε θα τελειώσει.
Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και η ανάγκη διατήρησης του από τη μία και από την άλλη η αναδυόμενη Κίνα και «ο άλλος κόσμος της» απαιτούν άμεσες απαντήσεις από τη τάξη μας για την τάξη μας. Απέναντι στα νέα στρατόπεδα, απέναντι στο νέο μοίρασμα «του κόσμου», απέναντι σε μία ακόμη ιμπεριαλιστική σφαγή για τις ανάγκες των μονοπωλίων οφείλουμε και πρέπει να αντιπαρατεθούμε. Να αντιπαρατεθούμε σε οτιδήποτε παρουσιάζεται ως μοναδική «σωτήρια» λύση, ως «αντικαπιταλιστικό» και «αντιιμπεριαλιστικό» από το ίδιο το κεφάλαιο. Και για τον λόγο αυτό η ανασκόπηση, η αναδρομή και η ανάλυση προηγούμενων ιστορικών στιγμών τομής στη σύγχρονη κοινωνική και πολιτική ζωή τόσο όσον αφορά τις μικρές μας νίκες όσο και τις μεγάλες μας ήττες είναι απαραίτητη.
Ας θυμηθούμε το εξής που γράφτηκε πριν μόλις 15 χρόνια: «Το ΝΑΤΟ δεν μπορούσε να κλείσει τα μάτια… Έπρεπε να βομβαρδίσει τη Γιουγκοσλαβία. Άλλωστε ποιος θα του ζητούσε το λόγο ή θα το κατηγορούσε; Η Ιστορία; Μα η Ιστορία είναι το χαϊδεμένο παιδί των ισχυρών…»
Η αυτοτελής ταξική διεθνιστική πολιτική ως μονόδρομος. Η θέση των επαναστατικών δυνάμεων εν καιρώ πολέμου – τα καθήκοντα του αντιπολεμικού κινήματος στην Ελλάδα.
Το ερώτημα όμως ήταν, είναι και θα είναι ένα: Και τώρα τι κάνουμε;
Σήμερα, ένα (1) χρόνο μετά την επίσημη έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, ερχόμαστε πάλι αντιμέτωποι με τα καθήκοντα που επιτάσσει η εποχή. Καθήκοντα αντιιμπεριαλιστικά και αντικαπιταλιστικά. Καθήκοντα που πρέπει σύσσωμο το κίνημα να επαναδιατυπώσει. Αν θέλουμε επομένως να μιλήσουμε σήμερα για ένα οργανωμένο αντιπολεμικό, αντιιμπεριαλιστικό και αντικαπιταλιστικό κίνημα οφείλουμε να σκιαγραφήσουμε πρώτα και κύρια τις ιδιαίτερες συνθήκες, τα συγκεκριμένα δηλαδή ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης εποχής.
Το να περιαυτολογούμε, ή να μιλάμε γενικά για κάποιο γενικό πρόταγμα και σχέδιο πάλης, για μια γενική ταξική αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση και για έναν γενικό σκοπό θα οδηγηθούμε σε ασάφειες, αποσπασματικές κινήσεις με αποπροσανατολιστικά προτάγματα και αφηρημένα χαρακτηριστικά. Θα οδηγηθούμε ξανά δηλαδή σε μια πολιτική της ήττας, μια πολιτική της οπισθοχώρησης της ιδεολογικοπολιτικής και ταξικής πάλης.
Το ερώτημα των επαναστατικών δυνατοτήτων ή καλύτερα το διακύβευμα σήμερα είναι πώς θα δημιουργηθούν τα απαραίτητα πολιτικά ρήγματα στην αστική και κρατική πολιτική. Πώς, με λίγα λόγια, θα ξαναδείξουμε, θα ξαναεμπνεύσουμε και θα ξανακινητοποιηθούμε προς τον δρόμο της επαναστατικής προοπτικής. Αν επιμένουμε τόσο πολύ σε αυτή την κατεύθυνση, στην ανάγκη δηλαδή επανασυστράτευσης μιας επαναστατικής πολιτικής, είναι γιατί οι συνθήκες που μαίνονται σήμερα νομοτελειακά θα οδηγήσουν εκεί. Και οφείλουμε να είμαστε έτοιμοι, προετοιμασμένοι και κατάλληλα οργανωμένοι, ούτως ώστε να αποτελέσουμε ως τάξη αλλά και ως κίνημα και έναν οργανικό ρόλο στη παραγωγή αντιιμπεριαλιστικής, αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής πολιτικής.
Τα ειδικά χαρακτηριστικά του κάθε πολέμου, οφείλουν να περνάν από το πολλαπλό κοσκίνισμα του ταξικού και διεθνιστικού φίλτρου των οργανωμένων επαναστατικών δυνάμεων. Άλλωστε αυτά αλλάζουν από τόπο σε τόπο και από στιγμή σε στιγμή ακόμα και μετά την εκδήλωσή τους. Αν όμως τα εργαλεία του διαλεκτικού υλισμού, του προλεταριακού διεθνισμού, της θέλησης για οικοδόμηση αυτοτελούς ταξικής πολιτικής συνεχίζουν να βρίσκονται στα χέρια μας, έχουμε ελπίδα αλλά και καθήκον όχι μόνο να μπλοκάρουμε την πολεμική προετοιμασία που συντελείται αυτή την περίοδο σε όλο τον πλανήτη, αλλά και να μετατρέψουμε τους πολέμους που, δυστυχώς, πλησιάζουν όλο και πιο κοντά μας, σε επαναστατικές απόπειρες.
Εν κατακλείδι επομένως και έχοντας ολοκληρώσει κατά μία έννοια ένα μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης κοινωνικό πολιτικής και οικονομικής ιστορίας είναι σαφές ότι η διαδικασία αναδιάταξης των διεθνών ροών κεφαλαίου, θα φέρνει τον πόλεμο, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ολοένα και πιο κοντά. Ο πόλεμος στην Ουκρανία ανέδειξε το «τέλος εποχής» για τη δυνατότητα των ΗΠΑ να καταλαμβάνουν ή να ενσωματώνουν γεωστρατηγικά εδάφη χωρίς αντίπαλο, αλλά ταυτόχρονα , ανέδειξε και την μεταφορά του πολέμου στα σύνορα των αντιμαχόμενων πλευρών.
Αυτή η εξέλιξη είναι αναπόφευκτη, τόσο σε σχέση με την πολεμική νομοτέλεια της «μετάβασης ισχύος», όσο και σε σχέση με τις αυταπάτες ενός δικαιότερου μοιράσματος των αγορών μέσω ενός «πολυπολικού κόσμου». Και αυτό γιατί «πολυπολικός κόσμος», θα σημαίνει απλά την εύθραυστη εγκαθίδρυση μιας «ισορροπίας του τρόμου» και το μεταβατικό παγκόσμιο καθεστώς ανηλεών ανταγωνισμών μεταξύ των υπερδυνάμεων, μέχρι την τελική λύση του παγκόσμιου πολέμου. Γι’ αυτό και η πτώση και η ανάδειξη νέων ιμπεριαλιστικών υπερδυνάμεων, είναι ιστορικά ταυτισμένες με τον πόλεμο, και η ενδιάμεση «εποχή των τεράτων», όπως είναι η σημερινή, είναι εποχή σαρωτικών πολιτικών και κοινωνικών μεταβολών, ως διαδικασία γενικευμένης προετοιμασίας του πολέμου.
Τελικά επαναλαμβάνουμε: Ο δικός μας εχθρός είναι εδώ, μέσα στην Ελλάδα, μέσα στην ΕΕ, μέσα στο ΝΑΤΟ και είναι η διεθνιστική αλληλεγγύη και οργάνωση που μπορεί να εμφανίσει και πάλι στα μάτια και στα όνειρα του παγκόσμιου προλεταριάτου το ότι οι ιμπεριαλιστές αλλά και όλοι οι αντιδραστικοί δεν είναι παρά χάρτινες τίγρεις μπροστά στους λαούς που είναι αποφασισμένοι να παλέψουν.
Υπό αυτή την έννοια για εμάς έμπρακτη καταδίκη της εν εξελίξει παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης δεν μπορεί παρά να σημαίνει σύγκρουση με τον εμπόλεμο πολιτικοστρατιωτικό μηχανισμό της ίδιας μας της χώρας. Σύγκρουση εντός του δικού μας ιμπεριαλιστικού μπλοκ, στον τόπο και στον χρόνο που ζούμε. Σύγκρουση δηλαδή εντός μιας στρατιωτικοποιημένης χώρας γεμάτης με ΝΑΤΟϊκές βάσεις εφόδου, με ενεργή συμμετοχή στον πόλεμο μέσω της αποστολής στρατιωτικού εξοπλισμού. Με την μετατροπή της επικράτειας της σε δίοδο μεταφοράς έμψυχου και μη πολεμικού υλικού στην Ουκρανία αλλά και με την εξοπλιστική φρενίτιδα και εθνικιστική ρητορική για προετοιμασία πολέμου με την Τουρκία. Γιατί εδώ είναι το μέρος και η στιγμή που κυλάει η ιστορία και δίνει το στίγμα, την βαρύτητα και την ειδική και συγκεκριμένη ανάλυση της κάθε συγκεκριμένης κατάστασης. Και είναι αυτή η θέση που μπορεί και πρέπει να συνοδευτεί από την έκκληση για κοινή διεθνιστική-αντιιμπεριαλιστική πάλη των λαών, γιατί αυτό ακριβώς αποτελεί και θα αποτελεί τη μόνη παρακαταθήκη, τον μόνο τρόπο, μέσο και σκοπό που μπορεί μέσα από τη διαλεκτική κίνηση του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος να εξασφαλίσει την αποτροπή του πολέμου ή την μετατροπή του σε αφορμή για τις επαναστατικές απόπειρες.
Υποσημειώσεις: Τελειώνοντας τον πρώτο άξονα, κρίνουμε αναγκαίο να διευκρινιστεί τι επιφέρουν οι καπιταλιστικές κρίσεις, προκειμένου να δείξουμε πως αυτές οδηγούν νομοτελειακά σε συγκεκριμένες εξελίξεις. Οι δομικές κρίσεις του καπιταλιστικού συστήματος προκύπτουν από την πτωτική τάση του μέσου ποσοστού του κέρδους. Με πιο απλά λόγια το ποσοστό κέρδους των περισσότερων επιχειρήσεων φτάνει τόσο χαμηλά που δημιουργούνται οικονομικές κρίσεις. Για το ξεπέρασμα των τελευταίων απαιτείται μια μαζική απαξίωση των μέσων παραγωγής, δηλαδή του κεφαλαίου και της εργασίας. Προκειμένου να γίνει αυτό υπάρχουν συγκεκριμένοι τρόποι με τους κυρίαρχους να είναι α) η πτώση του πραγματικού μισθού β) οι ιδιωτικοποιήσεις σε χαμηλές τιμές γ) η εύρεση νέων αγορών και δ) η καταστροφή κεφαλαίου. Υπό αυτό το πρίσμα άλλωστε το ΔΝΤ σαρώνοντας τους λαούς στοχεύει πάντα στην απορρύθμιση της αγοράς εργασίας (διάλυση των συνδικάτων, μειώσεις σε κατώτατο μισθό κτλ) και σε ιδιωτικοποιήσεις ευρείας κλίμακας με εξευτελιστικές τιμές. Αντίστοιχα, για την εύρεση νέων αγορών υπάρχουν δύο δρόμοι, η «ειρηνική» επέκταση (επενδύσεις διακρατικές οικονομικές συμφωνίες κτλ.) αλλά και η πολεμική σύρραξη. Η τελευταία μάλιστα, επιφέρει άμεσα μαζική απαξίωση του κεφαλαίου είτε καταστρέφοντας τις υπάρχουσες παραγωγικές δομές είτε κατακτώντας τες ενώ πραγματοποιείται παράλληλα ακαριαία υποτίμηση της εργατικής δύναμης του πληθυσμού.
Διαρκής Αγώνας για την ταξική απελευθέρωση, Απρίλιος 2023
Επικοινωνία: diarkis-agonas@riseup.net
Αθήνα: Μεθώνης 48. Email: da-athens@riseup.net
Θεσσαλονίκη: Γκαρμπολά 12. Email: da-thess@riseup.net