Εισήγηση του Διαρκή Αγώνα στην Εκδήλωση -Συζήτηση με τον Β. Βλάχο, τον Θοδωρή Ελευθεριάδη (συγγενείς) & την Μαρία Κεφαλά (δημοσιογράφο) για το έγκλημα στα Τέμπη [Αθήνα]
Καλησπέρα, θα θέλαμε να σας ευχαριστήσουμε όλες και όλους που παρευρίσκεστε εδώ. Ευχαριστούμε επίσης και τους ομιλητές που δέχτηκαν να συμμετάσχουν στην εκδήλωση μας. Ακολούθως, θα προλογίσουμε την εκδήλωση με την εισήγηση μας ως Διαρκής Αγώνας και στην συνέχεια θα δώσουμε τον λόγο στον Βαγγέλη Βλάχο που έχασε τον αδερφό του στο έγκλημα στα Τέμπη και στη Μαρία Κεφαλά, δημοσιογράφο στο UNTOLD που ασχολείται με το ζήτημα από την πρώτη μέρα. Στο τέλος, θα θέλαμε να ακολουθήσει συζήτηση. Στη συζήτηση θα συμμετάσχει κι ο Θοδωρής Ελευθεριάδης, που έχασε τη μητέρα του στο έγκλημα των Τεμπών.
Δύο χρόνια μετά από το κρατικό-καπιταλιστικό έγκλημα στα Τέμπη, έμελε ο διαρκής αγώνας των συγγενών των θυμάτων που έφερε στο δημόσιο διάλογο νέα, αδιάψευστα, στοιχεία, που επιβεβαίωναν αυτό που το μεγαλύτερο τμήμα του λαού εξαρχής γνώριζε. Επιβεβαίωναν δηλαδή, το βάθος και την εγρήγορση του μηχανισμού συγκάλυψης που επιστράτευσε το κράτος ώστε να εξαφανισθούν ίχνη και στοιχεία ενός εγκλήματος που γινόταν ολοένα και πιο φανερό πως είχε και κάποια βαθύτερα αίτια. Η ευρύτερη υποτίμηση των όρων ζωής του προλεταριάτου, η φτωχοποίηση των κατώτερων-λαικών στρωμάτων, η ακρίβεια, οι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας, η γενικευμένη οικονομική κρίση που μαστίζει τον τόπο πάνω από δεκαετία και φαντάζει πλέον ως κανονικότητα, αλλά και η σαθρότητα συνολικά του πολιτικού συστήματος, που είναι πλέον πιο φανερή από ποτέ, αποτελούν μερικές από τις αντικειμενικές συνθήκες που οξύνουν την αγωνιστική τάση και αναγκαιότητα του λαού, και αποτέλεσαν εύφορο έδαφος για την κινητοποίηση των παλλαϊκών συγκεντρώσεων μνήμης και οργής που παρατηρήσαμε τον τελευταίο καιρό.
Ο αγωνιζόμενος λαός απέδειξε πως δύο χρόνια τώρα, τίποτα δεν έχει ξεχαστεί. Το ταξικό-εργατικό κίνημα από την πρώτη στιγμή είχε τα αντανακλαστικά και τα αναλυτικά εργαλεία για να καταδείξει τα πραγματικά αίτια πίσω από το έγκλημα που τελέσθηκε στις 28/2/23. Από την πρώτη κιόλας στιγμή, υπήρξαν αναφορές σε ένα προδιαγεγραμμένο έγκλημα, ένα έγκλημα που δεν μπορεί να ιδωθεί ως κάτι ξέχωρο από την πολιτική του κεφαλαίου και του κράτους του.
Το έγκλημα στα Τέμπη είναι αποτέλεσμα της ανηλεούς επέκτασης της κερδοφορίας του κεφαλαίου που εμφανίζεται υπό την μορφή της απορρύθμισης των αγορών και των ιδιωτικοποιήσεων, που αποτελούν βασικούς άξονες της αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας στα πλαίσια της πολιτικής των μνημονίων.
Η ιστορία της ιδιωτικοποίησης της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, που έγινε στο όνομα μιας κάποιας αφαιρετικής “εξυγίανσης”, είχε αποτελέσματα που είναι πλέον γνωστά και ουσιαστικά εξυπηρέτησε την περαιτέρω υποχρηματοδότηση του οργανισμού και του δικτύου από το ελληνικό κράτος.Οι επενδύσεις σε ασφάλεια δικτύου, εκπαίδευση προσωπικού και συστήματα χειρισμού ήταν άκρως ανεπαρκείς έως και ανύπαρκτες αφού το ελληνικό δημόσιο διαχρονικά δεν τις έπραττε και η ιδιωτική τραινοσε δεν τις θεωρούσε επικερδείς λόγω μειωμένης επιβατικής κινητικότητας. Η κατάσταση αυτή πέραν του ότι ήταν γνωστή στο ευρύ κοινό, είχε πολλάκις υπογραμμιστεί και δηλωθεί από συνδικαλιστικούς φορείς εργαζομένων στον σιδηρόδρομο, οι οποίοι ουκ ολίγες φορές είχαν προειδοποιήσει για χειρότερα ενδεχόμενα και επισημάνει σοβαρά ζητήματα ασφαλείας. Χαρακτηριστικά, μέσω της Δημοκρατικής Ενωτικής Συνδικαλιστικής Κίνησης Σιδηροδρομικών (ΔΕΣΚ) στις 7 Φλεβάρη του 2023 οι εργαζόμενοι στον σιδηρόδρομο ανέφεραν πως :
‘’Όσο δεν παίρνονται μέτρα προστασίας στους εργασιακούς χώρους και την ασφαλή λειτουργία και κυκλοφορία των τρένων, τα ατυχήματα δεν έχουν τελειωμό.[…] Δεν θα περιμένουμε το δυστύχημα που έρχεται, για να τους δούμε να χύνουν κροκοδείλια δάκρυα, κάνοντας διαπιστώσεις.’’
Παράλληλα, σε πρόσφατη κατάθεση στον ανακριτή ο εν ενεργεία ρυθμιστής κυκλοφορίας νοτίου Ελλάδος του ΟΣΕ ανέφερε πως ούτε τότε αλλά ούτε και σήμερα έχει την δυνατότητα, ο ίδιος, θέασης των γραμμών σε πραγματικό χρόνο, ΟΥΤΕ τη δυνατότητα επικοινωνίας με τους μηχανοδηγούς, όλη η επικοινωνία του με τους μηχανοδηγούς έχει ως ενδιάμεσους τους σταθμάρχες. Ουσιαστικά, ακόμα και σήμερα η Hellenic Train και ο ΟΣΕ λειτουργούν με το πρωτοποριακό στα χρονικά επιχειρηματικό μότο «πάμε και όπου βγει».
Όσον αφορά το σιδηροδρομικό δίκτυο, από το 2008 έως σήμερα, οι θέσεις εργασίας σε αυτό έχουν μειωθεί κατά 5 χιλιάδες. Χαρακτηριστικά, ενώ το 2021 το σύνολο των οργανικών θέσεων στον ΟΣΕ είχε προσδιοριστεί σε 2097 θέσεις εργασίας, οι εργαζόμενοι κάλυπταν μόλις τις μισές θέσεις. Η υποστελέχωση του σιδηροδρομικού δικτύου φαίνεται και από το πρόσφατο πόρισμα του Εθνικού Οργανισμού Διερεύνησης Αεροπορικών και Σιδηροδρομικών Ατυχημάτων και Ασφάλειας Μεταφορών (ΕΟΔΑΣΑΑΜ ) στο οποίο αναφέρεται πως κατά μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανά χιλιόμετρο σιδηροδρομικής γραμμής υπάρχουν 2 εργαζόμενοι, ενώ αντίθετα στην Ελλάδα, 0.5 με τους διερευνητές να υπογραμμίζουν πως «Το προσωπικό που εκτελεί κρίσιμα καθήκοντα ασφάλειας εργαζόταν πέρα από το όριο που είναι βιώσιμο».
Περαιτέρω, η Hellenic Train, ιδιωτική εταιρεία στην οποία ανατέθηκε η λειτουργεία του σιδηροδρομικού δικτύου το 2017, λαμβάνει ετησίως επιδοτήσεις 50-62 εκ.€ (την στιγμή που χρωστάει 160 εκ. € στο δημόσιο) χωρίς καμιά εγγύηση πως αυτά τα λεφτά θα επενδυθούν για την βελτίωση του μεταφορικού έργου. Αυτό δυστυχώς φάνηκε και από την περίφημη σύμβαση 717 της ΕΡΓΟΣΕ, σύμβαση που αν είχε ολοκληρωθεί, δεν θα είχαμε φτάσει εδώ.
Μετά το γεγονός, μία πρωτοφανής διαδικασία συγκάλυψης εκτυλίχθηκε. Η διαδικασία αυτή ήταν πολυεπίπεδη και αφορούσε τόσο την επικοινωνιακή, πολιτική και δικαστική διαχείριση όσο και την διαχείριση στο πεδίο, όπου τελέστηκε μία μεγαλειώδης αλλοίωση του τόπου του εγκλήματος, μέσω του μπαζώματος, τις παρείσφρησης μη επιχειρησιακά αναγκαίων ατόμων που καμία δουλειά δεν είχαν πραγματικά εκεί αλλά και την απομάκρυνση στοιχείων ζωτικής σημασίας για την εν λόγω έρευνα. Ταυτόχρονα, οποιαδήποτε στοιχειοθετημένη θεωρία καταδείκνυε την εν λόγω συμπεριφορά ή την ανεπάρκεια των μέχρι τότε εξηγήσεων σε σχέση με υλικά που βρέθηκαν στο χώρο και ήταν άσχετα με το φορτίο και τα υλικά συντήρησης και λειτουργίας του τρένου, κατονομάζονταν από το κυβερνητικό προσωπικό και τον ίδιο τον πρωθυπουργό ως θεωρία συνωμοσίας.
Μέσα σε αυτό το δυσφορικό τοπίο, ο αλύγιστος αγώνας των συγγενών των θυμάτων επέφερε νέα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα μέσω τεχνικών πραγματογνωμόνων των ίδιων των συγγενών, τα οποία αποτέλεσαν τον πυροκροτητή ενός κοινωνικού ξεσπάσματος. Η κυβέρνηση φαίνεται πως από την πρώτη στιγμή βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο και οι άτσαλοι τακτικοί ελιγμοί της μόνο όξυναν την κατάσταση. Οι κινητοποιήσεις αυτές έλαβαν παλλαϊκά χαρακτηριστικά, που ξεπέρασαν και τις ίδιες τις πρωτοπόρες δυνάμεις, με αιτήματα για πολιτικές και ποινικές ευθύνες όλων των εμπλεκόμενων, για δικαιοσύνη και διαφάνεια.
Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε οτι οι δυναμικές και μαχητικές συγκεντρώσεις της 28ης Φλεβάρη, σε πάνω από 350 πόλεις σε Ελλάδα και εξωτερικό, η μεγαλύτερη συγκέντρωση των τελευταίων δεκαετιών στην πλατεία Συντάγματος και στο κέντρο της Αθήνας, η μαζική συμμετοχή εργαζομένων στη γενική απεργία, που παρέλυσε τη “φυσιολογική” εργασιακή συνθήκη και την οικονομική δραστηριότητα, μαζί με τις συγκεντρώσεις των τελευταίων ημερών θα αποτελούν ένα ξεχωριστό κεφάλαιο της μεταπολιτευτικής ιστορίας του τόπου. Ένα κεφάλαιο που θα μας υπενθυμίζει τη δύναμη του λαού και την διαρκή του πάλη ενάντια στην βία που δεχόμαστε μέσω των πολιτικών του κεφαλαίου και της εκάστοτε κρατικής του διαχείρισης.
Οι διαδηλώσεις αυτές μετέφεραν ένα ξεκάθαρο μήνυμα στους ιθύνοντες του καπιταλιστικού-κρατικού εγκλήματος. Ένα μήνυμα «οξυγόνου» των ανθρώπων της τάξης μας ενάντια σε αυτούς που τόσο χρόνια καπηλεύονται τη ζωή και τα δικαιώματα μας. Ενάντια στις διαχρονικές πολιτικές ξεπουλήματος και διάλυσης, ενάντια στη θρασύτητα και την αλαζονεία της κυβέρνησης της ΝΔ και του επιτελείου “αρίστων” του Μητσοτάκη.
Ένα μήνυμα το οποίο δημιουργεί επιτακτικά ερωτήματα και το καθήκον για την συνέχεια, την οργάνωση και την διεύρυνση αυτού του αγώνα, για την δικαίωση των λαϊκών αιτημάτων, των θυμάτων του κρατικού-καπιταλιστικού εγκλήματος, για την τάξη μας.
Το συλλογικό μούδιασμα των δύο τελευταίων ετών έχει πλέον ξεπεραστεί και ατενίζουμε ένα αβέβαιο “μετά” στο οποίο οι οργανωμένες πρωτοπόρες δυνάμεις οφείλουν να πρωτοστατήσουν ενώνοντας τις φωνές τους με το σύνολο του λαού που βγαίνει τους δρόμος κατά χιλιάδες. Μία ενδεχόμενη πτώση της κυβέρνησης μετά από λαϊκό ξεσηκωμό αν και σίγουρα μερική συνθήκη, είναι στο χέρι μας αν θα αποτελέσει ένα μικρό πρώτο βήμα στην μεγέθυνση των ρηγμάτων στο ίδιο το σύστημα που παράγει μόνο κέρδος για τους λίγους, θάνατο και φτώχια για τους πολλούς.


