Ερχόμαστε από πολύ μακριά και πηγαίνουμε πολύ μακριά…

Παρά τη βροχή, δεκάδες αγωνιστές και αγωνίστριες όλων των ηλικιών βρέθηκαν σήμερα στην τελετή μνήμης για τον, δολοφονημένο από χωροφύλακα αγωνιστή της ΕΔΑ, Στέφανο Βελδεμίρη.

Η ομιλία του συντρόφου και συναγωνιστή Μόρφη Στεφούδη, μπροστά στα μάτια του οποίου πυροβολήθηκε ο Στέφανος Βελδεμίρης κατά τη διάρκεια προεκλογικής παρέμβασης που πραγματοποιούσαν, 3 ημέρες πριν τις εκλογές του 1961:

Φίλοι και φίλες, συναγωνιστές και συναγωνίστριες, σύντροφοι και συντρόφισσες

Ήρθαμε στον χώρο αυτό, στο σχολείο αυτό, που έχει γίνει, χωρίς να το ξέρουμε, ένας τόπος προσκυνήματος και μνήμης για τον Στέφανο, αλλά και ένας τόπος υπόσχεσης για αγώνα για εμάς.

Στον χώρο αυτό που το νήμα της ζωής του Στέφανου κόπηκε από τον δολοφόνο και δεινό σκοπευτή χωροφύλακα Φιλίππου τον Οκτώβρη του 1961. Μία δολοφονία που πραγματοποίηθηκε ενόψει των εκλογών της βίας και της νοθείας και των θανάτων τόσο του Στέφανου όσο και του Διονύση Κερπενιώτη που τον σκότωσαν την ημέρα πραγματοποίησης των εκλογών.

62 χρόνια μετά από εκείνες τις ημέρες έχει ιδιαίτερη σημασία να μιλήσουμε για την περίοδο αυτή και να διδαχτούμε από τα συμπεράσματά της.

Πριν από τις εκλογές, είχαν προηγηθεί εκείνες του 1958, όπου μόλις εννιά χρόνια μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού η αριστερά καταφέρνει να εκλέξει 80 Βουλευτές. Γεγονός που ανησύχησε πολύ τη δεξιά και τον Καραμανλή. Ο «Εθνάρχης» λίγο καιρό μετά καλεί στην βίλλα του για συνάντηση τον Αμερικάνο Πρέσβη, το Παλάτι, το επιτελείο του στρατού μέσα στο οποίο βρίσκεται και ο ΚΥΠατζης, εμπνευστής του «ΙΔΕΑ» και μετέπειτα πραξικοπηματίας Παπαδόπουλος. Η σύσκεψη αυτή είχε ως μοναδικό θέμα το πώς θα αντιμετωπιστεί η άνοδος της ΕΔΑ, ενώ το τέλος της επισημοποιεί την έλευση 300 αμερικάνων πρακτόρων.

Από την άλλη πλευρά, την δική μας πλευρά και παρόλο που οι τόποι εξορίας ήταν γεμάτοι από αγωνιστές και αγωνίστριες, ο λαός πήρε μία μεγάλη ανάσα και χαρά. Κάτι που όμως δεν κράτησε παραπάνω από 3 μήνες μετά την ημέρα των εκλογών.

Η παρακρατική δραστηριότητα και οι ενοχλήσεις έγιναν καθημερινό φαινόμενο και στον καθένα από εμάς αναλογούσε 1 με 3 χαφιέδες. Ξυλοδαρμοί στις διαδηλώσεις και στους δρόμους με αποκορύφωμα την Πρωτομαγιά του 1958, τρομοκρατία ακόμα και μέσα στα συνδικάτα έγιναν συνήθεια με την ηγεσία να είναι ανήμπορη να αντιληφθεί και να αντιμετωπίσει το φαινόμενο.

Τελευταίο παράδειγμα της τρομοκρατικής δραστηριότητας των αστυνομικών αρχών ήταν το μακέλεμα της διαδήλωσης της Πρωτομαγιάς του 1961.

Για εμάς, ακόμα κι αν δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε να τα βάλουμε με την ηγεσία εκείνη την εποχή, τα πράγματα ήταν απλά. Είχαμε τέτοια πίστη και τέτοια αμετάκλητη απόφαση για αγώνα μέσα μας, αλλά και τέτοια συντροφικότητα μεταξύ μας που τίποτα δεν μπορούσε να μας λυγίσει. Ήμασταν δηλαδή τυχεροί, μέσα σε όλες τις δυσκολίες, που είχαμε την ευκαιρία να γαλουχηθούμε με εξασφαλισμένο τον κίνδυνο, τόσο στις τάξεις της νεολαίας της ΕΔΑ όσο και στις γραμμές της παράνομης άοπλης ΕΠΟΝ. Μέσα σε συνθήκες αλληλεγγύης και ενός μοναδικού ανθρώπινου δεσίματος μεταξύ των αγωνιστών που η σημερινή εποχή δεν δίνει σε όσους σήμερα συνεχίζουν τον αγώνα. Η εποχή μας έμαθε να μην το βάζουμε κάτω, ακόμα κι αν είχαμε συμβιβαστεί με το ενδεχόμενο η επόμενη μέρα να μας βρει λιγότερους, μετρώντας συλληφθέντες και γιατί όχι και νεκρούς. Είχαμε συμβιβαστεί με την αγωνία που κάθε πρωί νοιώθαμε φεύγοντας από το σπίτι για το αν θα καταφέρουμε να γυρίσουμε το βράδυ σε αυτό.

Η ΕΔΑ, αποφασίζει να κατέβει στις εκλογές του 1961 με το όνομα παμΈ σε συνεργασία με το Αγροτικό Κόμμα και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις.

Το συμβούλιο της νεολαίας της ΕΔΑ αποφασίζει επειδή ο Στέφανος Βελδιμήρης ήταν πολυμάστορας, να τον απαλλάξει από όλες τις χρεώσεις που είχε στο εκλεγμένο όργανο επιτροπής πόλης της ΕΔΑ και να αναλάβει να ακολουθήσει το πρόγραμμα των υποψηφίων της ΕΔΑ. Να δημιουργεί εξέδρες, να βρίσκει τον τρόπο να έχει φωτισμό, να υπάρχουν και να λειτουργούν τα μεγάφωνα. Την πολιτική δουλειά του Στέφανου Βελδεμίρη την ανέθεσαν σε εμένα. Έτσι λοιπόν ένα πρωί, μετά από ένα βραδινό τηλεφώνημα, ενημερώνομαι πως πρέπει να πάω σε μία πολυκατοικία στην Παύλου Μελά για να παραλάβω πολιτικό υλικό που έφτασε από την Αθήνα.

Εκεί ζούσε ο Γιώργος ο Κομψόπουλος, φοιτητής της νομικής σχολής, μέλος του συμβουλίου της νεολαίας και μετέπειτα σύζυγος της Καίτης Τσαρουχά. Έτσι λοιπόν το φορτοταξί από την Αθήνα που το συνόδευε ο σύντροφος Γιώργος Παπαβασιλείου, έφτασε σε εκείνο το σημείο καθώς τα γραφεία της ΕΔΑ ήταν υπό συνεχή επιτήρηση. Κάτι που σήμαινε πως ενώ το υλικό θα ανέβαινε σε αυτά, οι αγωνιστές και οι αγωνίστριες που θα έβγαιναν με το υλικό θα περνούσαν από τη διαδικασία του ελέγχου και το υλικό θα κατάσχονταν.

Ανεβάσαμε πολλά τσουβάλια στο διαμέρισμα και αυτά χωρίστηκαν στα 3. Η Καίτη και ο Γιώργος πήραν για το Πανεπιστήμιο και εγώ πήρα για Συκιές, Νεάπολη, Ηλιούπολη, Εύοσμο, Κορδελιό καθώς και για τον εργατικό τομέα στον οποίο ήμασταν επικεφαλής με τον Στέφανο.

Στην οδό Μπαλταδώρου κάποιοι φίλοι και μέλη της ΕΔΑ ελαιοχρωματιστές στο επάγγελμα, είχαν νοικιασμένο έναν χώρο σαν αποθήκη, τον οποίο μου παραχώρησαν για να στήσω μία κρυψώνα. Εκεί λοιπόν πήγα το φορτίο που είχα αναλάβει και τα ραντεβού μας με τους συναγωνιστές και τις συναγωνίστριες της εποχής ήταν στην κλινική Ανδρεάδη λίγα μέτρα μακρύτερα. Χώριζα και παρέδιδα τα δέματα, ενώ στη δουλειά διαμοιρασμού, βοηθούσε και ο αδερφός της συζύγου μου, Χάρης Τσιστίνας που πραγματοποιούσε δρομολόγια με το ποδήλατό του.

Στις 11.00 το πρωί της 26ης Οκτωβρίου, βγαίνοντας στο πεζοδρόμιο για να κάνω τράκα ένα τσιγάρο από κάποιον περαστικό, αντιλήφθηκα ότι κάτι δεν πάει καλά καθώς ούτε στην Μπαλταδώρου ούτε όμως και στην κλινική είχαν έρθει οι σύντροφοι για να πάρουν τα φυλλάδια, κάτι που μου δημιούργησε αμφιβολίες και που ταυτόχρονα με άφησε και χαρμάνη. Στις 15.00 καταφτάνει και ο Στέφανος, ο οποίος ήταν στις Σέρρες για την πραγματοποίηση προεκλογικής συγκέντρωσης η οποία – λόγω της τρομοκρατίας – δεν πραγματοποιήθηκε τελικά, φέρνοντάς μου φαγητό, ένα πενηνταράκι τσίπουρο, αλλά και ένα πακέτο τσιγάρα Σαντέ.

Όταν τον ενημέρωσα για το ότι δεν είχε έρθει κανείς να πάρει το υλικό, ο ίδιος – αν και ήρθε καταπονεμένος από τις Σέρρες και χωρίς να έχει αναλάβει αυτή τη χρέωση – με καθησύχασε λέγοντάς μου να μην ανησυχώ και πως θα αναλάβει αυτός τη δουλειά που έπρεπε να γίνει, ρίχνοντάς μου το χαρακτηριστικό του χαμόγελο, για το οποίο και τον φωνάζαμε «το γελαστό παιδί».

Πήγαμε στην οδό Ιουνστινιανού, πάνω από το Καραβάν Σαράι όπου είχε πιάτσα ταξί. Επιβιβαστήκαμε και ενημερώσαμε τον οδηγό για τον σκοπό της κούρσας αυτής, κάτι που δεν τον ενόχλησε, αρκεί να τον πληρώναμε με 3 δραχμές το χιλιόμετρο.

Πρώτος μας σταθμός η οδός Λαγκαδά, στη στάση ΠΙΚΠΑ, όπου μας περίμενε ο Σπύρος Σακέτας, ενώ η διαδρομή μας συνεχίστηκε στην Νεάπολη και στην Ξηροκρήνη και από εκεί στην Πλατεία Επταλόφου, έχοντας πετάξει πλέον σχεδόν όλο το υλικό. Από εκεί στρίψαμε τυχαία στην οδό Φιλιππουπόλεως, παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής.

Στο δρομό υπήρχαν όγκοι υλικών καθώς πραγματοποιούνταν εργασίες εκείνη την περίοδο , κάτι που έκανε τον οδηγό να πηγαίνει με μικρή ταχύτητα, ενώ εμείς έχοντας από μία τελευταία δέσμη προκηρύξεων στα χέρια μας αποφασίζουμε να τις πετάξουμε στη συμβολή των οδών Πέραν και Φιλιππουπόλεως. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, ακούγεται ένας δυνατός κρότος.

Γυρίζοντας το κεφάλι αντιλήφθηκα ένα άτομο με παρατεταμένο χέρι να σημαδεύει προς το μέρος μας.

Φώναξα στον Στέφανο να πέσει κάτω γιατί μας πυροβολούν, ενώ έπεσα κι εγώ βάζοντας το κεφάλι σχεδόν ως το δάπεδο του αυτοκινήτου.

Λίγα μέτρα και κάποιες στροφές μετά και αφού είχαμε αποφύγει τον άμεσο κίνδυνο γυρνάω και του λέω πως «υπήρξαμε ακόμα μια φορά τυχεροί και εμείς και τα κορίτσια μας» αλλά ταυτόχρονα παρατηρώ πως στο ύψος της φαβορίτας του υπάρχει μία τρύπα από την οποία αναβλύζει αίμα.

Μετά από μία σύντομη στάση στη Γέφυρα στην Αγίων Πάντων, συνεχίσαμε για τον Ερυθρό Σταυρό. Αν και αρχικά μου ζήτησε να κατέβει μόνος του, δεν τα κατάφερε και τον πήρα στην αγκαλιά μου, γιατί όπως μου είχε πει «έχανε τη γη κάτω από τα πόδια του».

Εκεί τον παρέδωσα στους γιατρούς και αφού επικοινωνώ με τα γραφεία της ΕΔΑ, μεταφέρουμε τον Στέφανο με ασθενοφόρο στο «λαϊκό» νοσοκομείο, το σημερινό Ιπποκράτειο.

Πριν φτάσουμε στο ύψος του Λευκού Πύργου, ο Στέφανος ανακτά τη διάυγειά του και στα τελευταία λόγια που άκουσα από το στόμα του, μου ζήτησε να ενδιαφερθώ για την αρραβωνιαστικιά του, την μάνα και την μικρή του αδερφή αλλά όπως χαρακτηριστικά μου ανέφερε «να μη σταματήσω ποτέ αυτό που αρχίσαμε».

Φτάνοντας στο νοσοκομείο, ο Στέφανος εισάγεται άμεσα στο χειρουργείο, ενώ δέκα λεπτά μετά ένας γιατρός εξέρχεται και αφού ρωτάει για το ποιος είναι ο συνοδός του, με ενημερώνει για το ότι η ασφάλεια με ψάχνει και πως πρέπει να φύγω.

Το ότι είχα αίματα στα ρούχα και στα χέρια μου το συνειδητοποίησα αρκετή ώρα μετά, μέσα στο λεωφορείο που θα με επέστρεφε στο κέντρο καθώς πήγαινα να συναντήσω στο ξενοδοχείο ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤ επί της Ερμού τον τότε Βουλευτή της ΕΔΑ Βασίλη Εφραιμίδη.

Ειδοποιούμε δικηγόρους να έρθουν για να δουν τι θα κάνουμε γιατί ήδη η ασφάλεια έχει επικοινωνήσει με την ΕΔΑ για την αναζήτησή μου και εγώ έπρεπε να μιλήσω πρώτα με δικηγόρους για να δω το τι έπρεπε να κάνω. Μετά από μία πρώτη συζήτηση, αποφασίζουμε να πάμε και οι 4 στην Ασφάλεια που τότε βρισκόταν στην οδό Πρίγκηπος Νικολάου, σημερινή Αλεξάνδρου Σβώλου.

Εκεί ήταν ο Διευθυντής της Ασφάλειας και ο Αντιεισαγγελέας Εφετών Παπαντωνίου, παλιός γνώριμος από τις Σέρρες ο οποίος με είχε στείλει πριν κάποια χρόνια στην εξορία της Λέρου για «αναμόρφωση». Ταυτόχρονα από πληροφορίες μαθαίνουμε ότι ο διοικητής του 13ου τμήματος στους Αμπελόκηπους αρνείται να δώσει περισσότερα στοιχεία για τον – ήδη – κρατούμενο αστυνομικό, λέγοντάς τους πως αυτό που προέχει είναι να «πάρουν τις εκλογές» και μετά από το τέλος τους θα έδινε και τα στοιχεία του αστυνομικού.

Εμένα με κρατάν στην ασφάλεια μέχρι τις 4 τα ξημερώματα, ενώ έρχονται φυσιογνωμιστές του στρατού και της αστυνομίας και με σταμπάρουν. Ζητάω χαρτί από τον εισαγγελέα το οποίο να λέει ότι είμαι ο κύριος μάρτυρας της δολοφονίας καθώς και την μεταφορά μου στο σπίτι μου, κάτι που γίνεται.

Το Σάββατο, με ξυπνάει τηλέφωνο από τα γραφεία της ΕΔΑ και μου μεταφέρεται ότι πρέπει να πάω άμεσα στο σπίτι του Στέφανου στις Συκιές. Εκεί βρήκα δεκάδες ανθρώπους, στεφάνια αλλά και ένα άδειο φέρετρο ενώ πληροφορίες ανέφεραν πως η κηδεία θα γίνει στα μνήματα της Αγίας Παρασκευής. Από το σπίτι του Στέφανου φτάνουμε στην Αγίου Δημητρίου όπου μας σταματάει μεγάλη αστυνομική δύναμη και εκεί ενημερωνόμαστε πως τελικά η κηδεία θα γίνει στο νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας.

Επιτόπου ξεκίνησε το ξύλο με την αστυνομία έτσι ώστε να μπορέσουμε να περάσουμε, κάτι που εν τέλει έγινε αφού έβαλα τις φωνές στον Διοικητή λέγοντάς του «πως μας σκοτώνετε και δεν μας αφήνετε να πάμε και στην κηδεία», με τον ίδιο να δίνει τελικά την εντολή στους αστυνομικούς να «κάνουν τα στραβά μάτια» για να περάσει ο κόσμος.

Η κηδεία πραγματοποιήθηκε τελικά στις 8 το βράδυ, ώρα που δεν συνηθίζεται, χωρίς να μας αφήσουν να ανοίξουμε το φέρετρο που ήταν το άψυχο σώμα του Στέφανου. Ο Βασίλης Εφραιμίδης ανεβαίνει σε ένα μνήμα και μας απευθύνει τον λόγο:

«Σύντροφοι, ο Στέφανος τελείωσε εδώ. Από εδώ αρχίζει όμως ένας καινούργιος Στέφανος να υπάρχει, όσο ζούμε και για όσο θα υπάρχουν άνθρωποι στη γη».

Μετά το τέλος της κηδείας, η νεολαία έφυγε μαζικά προς τα γραφεία της ΕΔΑ καθώς την επόμενη ημέρα ήταν οι εκλογές στις οποίες έπρεπε να πάμε ως εκλογικοί αντιπρόσωποι, κάτω από συνθήκες ασφυκτικής τρομοκρατίας, από τα ξημερώματα της Κυριακής.

Έτσι έζησε, έτσι πέθανε και έτσι κηδεύτηκε ο Στέφανος.

Η ιστορία και η ζωή έδειξε και δείχνει πως αγωνιστές και αγωνίστριες σαν τον Στέφανο, υπήρξαν, υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν στο κίνημα. Ως τέτοιος έζησε και πέθανε και αυτός.

Ως ανιδοτελής αγωνιστής, ως πεισματάρης στα όνειρά του, ως άνθρωπος και σύντροφος του οποίου η παρουσία σημάδεψε τις ζωές μας.

Σήμερα όμως δεν είμαστε εδώ μόνο για να τιμήσουμε τη μνήμη του. Είμαστε, πρώτα και κύρια εδώ, για όλους όσους συνεχίζουν να είναι ανιδιοτελείς και πεισματάρηδες στα δικά τους όνειρα, όνειρα που λίγο διαφέρουν από αυτά του Στέφανου.

Για τους εργαζόμενους, τους φοιτητές και τους μαθητές, που μέσα σε διαφορετικές αλλά δύσκολες συνθήκες, εν μέσω κρίσεων και φτώχειας, πολέμων και νέων μορφών καταστολής, πολλές δεκαετίες μετά τον θάνατό του συνεχίζουν τον αγώνα του, τον κοινό μας αγώνα.

Τον αγώνα για να ζήσουμε σε έναν κόσμο δίκαιο, σε έναν κόσμο χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, σε έναν κόσμο στο μπόι των ονείρων μας, σε έναν κόσμο στο μπόι του Στέφανου, στο μπόι όλων των ανθρώπων.

Έτσι σύντροφοι και συντρόφισσες τιμάμε τον Στέφανο και τους χιλιάδες ακόμα αγωνιστές που έδωσαν τη ζωή τους στον αγώνα.

Παλεύοντας με τη σειρά μας, παρά το κόστος, για τον κόσμο αυτό.

Οπλιστείτε με θάρρος για να βαδίσετε και εσείς αυτό τον δρόμο.