Για το νέο νομοσχέδιο για την παιδεία: Η υπεράσπιση της δημόσιας και δωρεάν παιδείας είναι υπόθεση ταξική

Με την έναρξη του νέου έτους, και συγκεκριμένα μέσα στον Ιανουάριο του 2024, αναμένεται να κατατεθεί προς ψήφιση το νομοσχέδιο για την παιδεία με τίτλο «Ελεύθερο Πανεπιστήμιο».

Το νομοσχέδιο αυτό αποτελεί ουσιαστικά μια προσπάθεια παράκαμψης του άρθρου 16 του Συντάγματος και ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων. Προβλέπει συγκεκριμένα, την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων – παραρτημάτων ξένων ΑΕΙ (ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων και απελευθέρωση από το “κρατικό μονοπώλιο”, διά στόματος υπουργείου, σε μια προσπάθεια ωραιοποίησης ενός ταξικού νομοσχεδίου φτιαγμένου για τις ανάγκες και τα συμφέροντας της αστικής τάξης). Μέσα από το νομοσχέδιο αυτό, ουσιαστικά αυτό που απελευθερώνεται πλήρως και επεκτείνεται είναι η ήδη υπάρχουσα δυνατότητα λειτουργίας ιδιωτικών φορέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση -όπως τα κολλέγια-, βαθαίνοντας, έτσι, την εξυπηρέτηση των ιδιωτικών συμφερόντων στον τομέα της παιδείας.

Ακόμα και η ονομασία του νομοσχεδίου αυτού επιχειρεί να αποκρύψει την ίδια την ουσία του: με τον ίδιο τρόπο που ιδιοποιείται η λέξη “ελευθερία” από αυτούς που επιχειρούν να την καταργούν καθημερινά σε όλα τα πεδία με τις πολιτικές τους, ακόμα και στον ίδιο τον χώρο των πανεπιστημίων με την προσπάθεια, για παράδειγμα, εγκαθίδρυσης της πανεπιστημιακής αστυνομίας, με τον ίδιο τρόπο επιχειρείται να περάσει ένα νομοσχέδιο που αποτελεί ορόσημο στην κατάργηση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Τόσο, όμως, το νομοσχέδιο αυτό καθ’ αυτό, όσο και η ίδια η πραγματικότητα στα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα, εύκολα καταρρίπτουν τα κυβερνητικά αφηγήματα περί ενός νομοσχεδίου που προάγει την «ενίσχυση … των δημόσιων ακαδημαϊκών ιδρυμάτων».

Όσον αφορά την εκπαιδευτική πραγματικότητα στο σύνολό της, το δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης, σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, οδηγείται σε μια συστηματική υποβάθμιση, με στόχο τελικά την πρόταση για ιδιωτικοποίησή ενός κομματιού του ως «λύση» για την εξυγίανσή του.

Αναλυτικά, από τη μία, οι μειωμένες δαπάνες για την παιδεία, οι παρωχημένες κτιριακές υποδομές, τα υποστελεχωμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα, με δεκάδες κενά εκπαιδευτικών και καθυστερημένες προσλήψεις προσωπικού, οι συγχωνεύσεις σχολείων οδηγούν -εκ των άνωθεν- το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα σε κατάρρευση, υποβαθμίζοντας την ποιότητα του εκπαιδευτικού και παιδαγωγικού έργου. Από την άλλη, η εισαγωγή της αξιολόγησης των σχολικών μονάδων και του προσωπικού τους σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και η ενίσχυση του εξεταστικοκεντρικού μοντέλου (βλ. και εξετάσεις PISA), με στόχο την κατηγοριοποίηση των σχολείων και του δυναμικού τους σε «καλά» και «κακά», μαζί με την -εδώ και χρόνια πλέον- είσοδο του κεφαλαίου και ιδιωτικών συμφερόντων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και την επιχειρούμενη εισαγωγή τους και στη δευτεροβάθμια (βλ. νέο σχέδιο νόμου για την επαγγελματική εκπαίδευση), καθώς και τη διοίκηση εκπαιδευτικών μονάδων από εξωτερικούς παράγοντες (μάνατζερ), επιχειρούν να αλλοιώσουν την ίδια την ουσία της παιδείας. Επιχειρούν να απεμπολίσουν ολοκληρωτικά το δημόσιο, οριζόντιο και αυτοδιοίκητο χαρακτήρα της και να τη μετατρέψουν από μια δημιουργική μαθησιακή διαδικασία προς συμφέρον των σύγχρονων αναγκών του κοινωνικού συνόλου σε ένα στυγνό πεδίο κερδοφορίας της αστικής τάξης, πλήρως καθοδηγούμενου από τα συμφέροντα του κεφαλαίου.

Μια στρατηγική η οποία ακολουθείται στην πλειοψηφία των κρατικών παροχών, ως κατεύθυνση της ΕΕ, και αποσκοπεί στην πλήρη εμπορευματοποίηση κάθε κοινωνικού αγαθού. Παραδείγματα αυτού είναι όλα τα ΣΔΙΤ, με σπουδαστές της τριτοβάθμιας να αποκλείονται από την σίτιση, ώστε να δημιουργείται κέρδος στις υπερεργολαβίες. Η προσπάθεια πλήρους ιδιωτικοποίησης του ΕΣΥ, ως μνημονική δέσμευση, το οποίο στην κατάσταση που βρίσκονταν στην πανδημία του COVID-19, ανέδειξε τον τελείως εμπορευματικό χαρακτήρα που έχει πλέον η υγεία, άρα και τον βαθιά ταξικό χαρακτήρα μιας τέτοιας στρατηγικής. Σκληρή προσγείωση στην πραγματικότητα των ιδιωτικοποιήσεων των κοινωνικών αγαθών ήρθε βέβαια πέρσι με το κρατικό και καπιταλιστικό έγκλημα στα Τέμπη. Γιατί στην πραγματικότητα των ιδιωτικοποιήσεων και της πλήρους απομάκρυνσης του κράτους από βασικά αγαθά για την αναπαραγωγή του προλεταριάτου, ο θάνατος και η εξαθλίωση, η υποτίμηση και η απομόνωση θα είναι η καθημερινότητα.

Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και το νέο αυτό νομοσχέδιο για τα πανεπιστήμια, αποτελώντας κομμάτι μιας συνολικότερης εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης που στοχεύει στην υποβάθμιση της δημόσιας παιδείας, την εισχώρηση επιχειρηματικών συμφερόντων μέσα στα δημόσια ΑΕΙ, την λειτουργία εργαστηρίων ως τόπων εύρεσης φθηνού αλλά εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων, αλλά και την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, για λίγους και εκλεκτούς. Διαχρονικά, άλλωστε, οι καπιταλιστές και τα συστημικά κόμματα επιδίωκαν να επιβάλλουν δίδακτρα και πολυεθνικές-χορηγούς στα πανεπιστήμια, να κλείσουν πολλές σχολές ή να μειώσουν τους εισακτέους μέσω της ΕΒΕ, να ιδρύσουν ιδιωτικά πανεπιστήμια, να εξατομικεύσουν τη μόρφωση του φοιτητή/τριας, δίνοντας όχι πτυχίο, αλλά άθροισμα πιστωτικών μονάδων.

Ιστορικό σημείο των συγκεκριμένων στοχεύσεων του κεφαλαίου αποτελεί η αποτυχημένη απόπειρα για αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, τα έτη 2006-2007 μετά το ξέσπασμα ενός μαζικού εκπαιδευτικού κινήματος, που μέσα από καταλήψεις σε σχολεία και σχολές, αλλά και μέσα από πολύμηνες απεργίες εκπαιδευτικών στα σχολεία και με συγκρουσιακές, δυναμικές,μαζικές διαδηλώσεις κατάφερε να ακυρώσει τα πλάνα της τότε κυβέρνησης της ΝΔ.

Αναλυτικότερα, το κίνημα των φοιτητικών του’06-’07 έγινε πηγή έμπνευσης διεθνώς, ενώ στη Γαλλία το 2008 ο Σαρκοζί απέσυρε άρον άρον την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση από το φόβο μιας νέας αντίστοιχης έκρηξης. Ο νόμος-πλαίσιο ήταν κοινωνικά απονομιμοποιημένος και πρακτικά δεν εφαρμόστηκε από τα περισσότερα πανεπιστήμια. Κάποιες διατάξεις του εφαρμόστηκαν με επόμενους νόμους (πχ νόμος Διαμαντοπούλου – 2011). Επιβεβαιώθηκε έτσι ότι η ψήφιση κι εφαρμογή ή μη των νόμων είναι ζήτημα κυρίως πολιτικών και ταξικών συσχετισμών κι όχι νομικών επικλήσεων κι επικυρώσεων. Η τρομερή δυσκολία να περάσει και να εφαρμοστεί ο νόμος σε συνδυασμό με την ανατροπή της αναθεώρησης του άρθρου 16 είχαν ένα πολύ συγκεκριμένο αποτέλεσμα: η Μ. Γιαννάκου, η τότε επιφανής αστή πολιτικός, έγινε “κόκκινο πανί” για όλη την κοινωνία, παραιτήθηκε και έσβησε από τον εγχώριο πολιτικό χάρτη.

Από τότε, μπορεί το κοινωνικό και πολιτικό πεδίο να έχει υποστεί βαθιές μεταβολές από την ένταση με την οποία εκφράζεται η ταξική επίθεση, μετά και το ξέσπασμα της κρίσης το 2008, μέχρι και τον τρόπο με τον οποίο διαρθρώνονται και εκφράζονται στο εσωτερικό του ελληνικού κράτους οι συσχετισμοί των κοινοβουλευτικών δυνάμεων σε αλληλεπίδραση με τους κοινωνικούς-ταξικούς συσχετισμούς, το στοίχημα, όμως, παραμένει ανοιχτό. Και είναι ένα στοίχημα αποδοχής μιας καθολικής ήττας -ως απότοκο ενός αστικού ιδεολογήματος από τα πάνω φερμένου (ΤΙΝΑ)- ή επιβίωσης και αγώνα. Μία υπόσχεση ότι με τις μικρές μας νίκες, με τα κατά τόπους αναχώματα -από τις ανακατειλημμένες καταλήψεις μέχρι τους νικηφόρους εργατικούς αγώνες -, μπορούμε και οφείλουμε να αφήσουμε ένα καλύτερο αύριο για τις μελλοντικές γενιές της τάξης μας και της κοινωνίας. Μπορούμε και οφείλουμε να αγωνιστούμε για ένα από τα βασικότερα δημόσια αγαθά, όπως αυτό της δωρεάν και δημόσιας παιδείας, ενός αγαθού- πυλώνα της αναπαραγωγής του συστήματος και μηχανισμού εξομάλυνσης ή όξυνσης των ταξικών αντιθέσεων, και να νικήσουμε. Μπορούμε και οφείλουμε να τιμήσουμε τους αγώνες του παρελθόντος, που χαράχτηκαν στη συλλογική ιστορική μνήμη, ανατρέποντας τους τότε κοινωνικούς-ταξικούς συσχετισμούς προς όφελος της εργατικής τάξης, δίνοντας τους δικούς μας νικηφόρους αγώνες στο σήμερα. Να αγωνιστούμε ενάντια στις αστικές πολιτικές που εντείνουν τις ταξικές αντιθέσεις και στο άδικο σύστημα που τις γεννά και τις θρέφει.

Μέσα από Γενικές Συνελεύσεις, διαδηλώσεις, καταλήψεις, να μπλοκάρουμε το νέο ν/σ για την παιδεία και κάθε επιδίωξη για ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ.