“Η πιο όμορφη, η πιο ελαφριά μέρα του κόσμου…”
«…Η ερυθρά σημαία και τα λάβαρα με το σφυροδρέπανον εκυριάρχουν από άκρου εις άκρον. Ο Εθνικός ύμνος η εν οιονδήποτε Εθνικό άσμα δεν ηκούοντο. Μόνον η «Λαοκρατία». Θέσις δια μιαν έστω εθνικήν οργάνωσιν εις την Πλατείαν του Συντάγματος δεν υπήρχε. Μόνον Εαμικές οργανώσεις ηδυνήθησαν να καταλάβουν θέσιν επί της πλατείας. Γύρω γύρω μόνον, όπου είχον μαζευτεί όσοι δεν ενθουσιάζοντο ανά τετράδας ηκούετο η φωνή «Μεγάλη Ελλάδα»!».
Θ. Τσάτσος, Υπουργός Δικαιοσύνης, “Αι παραμοναί της Απελευθερώσεως” (1944), Αθήνα: Ίκαρος 1973.
“Λαέ σκλαβωμένε, λαέ βασανισμένε,
της λευτεριάς τ’ αγέρι φυσάει,
εμπρός εμπρός
κι όλοι μαζί ας πούμε
εμπρός εμπρός
Εργάτες αγρότες όλου του κόσμου
της λευτεριάς και της δουλειάς
μαζί να ενωθούμε, μαζί, όλοι μαζί
να διώξουμε το μαύρο καταχτητή
Χτυπάτε τους φασίστες
ξένους και ντόπιους φασίστες
Η αδικία να λείψει απ’ τον κόσμο, να χαθεί
να ζούμε μιαν ελεύθερη ζωή”
Σαν σήμερα, πριν από 79 Οκτώβρηδες, η Αθήνα απελευθερώνεται – για λίγο – και εκατοντάδες χιλιάδες λαού ξεχύνονται από τις συνοικίες με το σύνθημα “ΛΑΟΚΡΑΤΙΑ” να κυριαρχεί στους δρόμους και στις καρδιές του μεγαλειώδους πλήθους που πλημμύρισε το κέντρο της πόλης.
Μία σειρά λανθασμένων επιλογών της ηγεσίας του ΚΚΕ, του κόμματος που υπήρξε ο εμπνευστής, η ραχοκοκκαλιά και ο αιμοδότης της αντίστασης τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και συμφωνιών με τον Αγγλικό ιμπεριαλισμό και την αστική τάξη της χώρας, θα δείξουν μέσα σε λιγότερο από δύο μήνες – με τα γεγονότα του Δεκέμβρη – τον πρόσκαιρο χαρακτήρα αυτής της απελευθέρωσης. Χρειάστηκαν 2 χρόνια διώξεων και “λευκής τρομοκρατίας”, για να παρθεί η απόφαση της δημιουργίας του Δημοκρατικού Στρατού (28 Οκτωβρίου του 1946), που θα πάλευε για την επαναστατική ολοκλήρωση του αγώνα των προηγούμενων χρόνων, για την ανατροπή της αστικής εξουσίας στη χώρα.
Σε κάθε περίπτωση, όποια κι αν ήταν η εξέλιξη της ιστορίας από την οποία οφείλουμε να διδασκόμαστε, ήταν οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες αυτοί που σήκωσαν στην πλάτη τους την απελευθέρωση της χώρας, που έδωσαν μάχες ως την τελευταία στιγμή μέσα στις συνοικίες των πόλεων και στα βουνά της με τους κατακτητές, που οργάνωσαν την επιβίωση και την αντίσταση του λαού, που έζησαν τα γεγονότα της 12ης Οκτώβρη, την ίδια στιγμή που η αστική τάξη της χωράς – η οποία πρωτύτερα είτε είχε συνεργαστεί ανοιχτά με τους Ναζί είτε είχε κρυφτεί για να γλιτώσει – παρέμενε άφαντη.
Και αυτή τη μνήμη, τη ζώσα ιστορική και λαϊκή μνήμη, δεν θα μπορέσει να τη διαγράψει κανείς.
Ακολουθεί μία περιγραφή των στιγμών της απελευθέρωσης της Αθήνας, μια παραμελημένη απελευθέρωση που το ελληνικό αστικό κράτος αρνείται ακόμα να τιμήσει, από απόσπασμα ποιήματος του Γιάννη Ρίτσου:
“Κι οι άνθρωποι μες στους δρόμους διαβάζοντας φωναχτά τις προκηρύξεις
σκουντουφλώντας πάνω στις λόγχες και φωνάζοντας ζήτω
σκουντουφλώντας πάνω στα τανκς και φωνάζοντας
ζήτω, ζήτω, ζήτω
λευτεριά ή θάνατος, λευτεριά ή θάνατος
ο κόσμος μες στ’ ανοιχτά αυτοκίνητα φωνάζοντας
λευτεριά ή θάνατος, λευτεριά ή θάνατος
οι άνθρωποι που πολέμησαν και πέφταν,
που πέφταν και χαμογελούσαν
που φιλιόνταν με τον κόσμο και χαμογελούσαν
που βγάζαν με τα δάχτυλά τους από τον κόρφο τους το σφηνωμένο βόλι
κ’ έρχονταν πάλι ανάμεσά μας και πολεμούσαν
και πολεμούσαν και χαμογελούσαν.
Ήταν όμορφες κείνες οι μέρες. Δεν προφτάσαμε να τις χαρούμε
Βούιζε η πολιτεία, βούιζε ο κόσμος
Βούιζε η καρδιά του ανθρώπου
σαν ένα ζήτω ανάμεσα σε χιλιάδες κόκκινες σημαίες.
Κι ήταν χιλιάδες κόκκινες σημαίες στα μπαλκόνια της Αθήνας
χιλιάδες κόκκινα συνθήματα στους τοίχους
στον περίβολο της Βουλής, στις σκάλες της Εθνικής Βιβλιοθήκης, στα μάρμαρα του Πανεπιστημίου, στην Ακαδημία
καθώς χιμούσαν τα εργατόπαιδα απ’ τις γειτονιές
πλημμυρίζοντας την οδό Σταδίου, τις κεντρικές λεωφόρους, το Σύνταγμα
ο λαός κατηφορώντας απ’ τις γειτονιές στα επιταγμένα αυτοκίνητα
ο λαός φωνάζοντας απ’ τους εξώστες των θεάτρων
λευτεριά ή θάνατος / υποστολή του αγκυλωτού σταυρού στην Ακρόπολη”.