Ο Κίνδυνος της Φτώχειας στην Ελλάδα: Πάνω από 1 στους 5 ζει κάτω από το όριο της φτώχειας.

Η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός στην Ελλάδα παραμένουν ανοιχτές πληγές για τα λαϊκά στρώματα. Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ το 26,1% του πληθυσμού της χώρας βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, ενώ ιδιαίτερα τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι είναι οι πιο ευάλωτες ομάδες. Συγκεκριμένα, το 28,1% των ανηλίκων κάτω των 17 ετών να ζουν υπό το φάσμα του κοινωνικού αποκλεισμού, ενώ οι ηλικιωμένοι δεν απέχουν πολύ, με 23,9% των ατόμων άνω των 65 ετών να αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της φτώχειας. Ιδιαίτερα ευάλωτες ομάδες παραμένουν οι άνεργοι, όπου το ποσοστό κινδύνου φτώχειας φτάνει το τρομακτικό 48%, ενώ για όσους εργάζονται σε μερική απασχόληση, το ποσοστό ανέρχεται σε 21,8%.

Η φτώχεια στην χώρα είναι επίσης γεωγραφικά άνιση. Σε περιοχές όπως η Αττική και η Κρήτη, τα ποσοστά κινδύνου φτώχειας είναι κάτω από το εθνικό μέσο όρο, ενώ στη Δυτική Μακεδονία και τη Θράκη ξεπερνούν σημαντικά τον μέσο όρο, επιδεικνύοντας τις περιφερειακές ανισότητες.

Το στεγαστικό ζήτημα είναι μια από τις πιο σοβαρές πτυχές αυτής της κρίσης. Η μαζική εκτίναξη των ενοικίων και οι συνεχείς πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας συνθέτουν ένα σκηνικό εκμετάλλευσης των λαϊκών νοικοκυριών. Η κυβέρνηση, πιστή στις προσταγές της Ε.Ε. των τραπεζών και των μονωπολιακών ομίλων, προχωρά με την υλοποίηση του προγράμματος «Ηρακλής», το οποίο επιτρέπει την απελευθέρωση των πλειστηριασμών και την άνευ προηγουμένου πίεση στους δανειολήπτες. Στην ουσία, οι πλειστηριασμοί δεν αποτελούν παρά ένα μέσο για να περάσουν οι λαϊκές κατοικίες στα χέρια των funds, μετατρέποντας την κρίση σε ευκαιρία για τους καπιταλιστές.

Παράλληλα, οι συνεχείς αυξήσεις στα ενοίκια, που κυμαίνονται από 43% έως 52% από το 2018, και η διάδοση της βραχυχρόνιας μίσθωσης (Airbnb) καθιστούν την εύρεση στέγης αδύνατη για πολλά λαϊκά στρώματα. Οι επενδύσεις στον τομέα του real estate που διαφημίζονται ως «επιτυχία» από την κυβέρνηση, στην πραγματικότητα επιδεινώνουν τη στεγαστική κρίση, καθώς οι ξένοι επενδυτές χρησιμοποιούν τις κατοικίες για κερδοσκοπικούς σκοπούς, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο τις τιμές.

Την ίδια στιγμή, ο κίνδυνος φτώχειας συνδυάζεται με την ολοένα αυξανόμενη ακρίβεια, που προκύπτει από την κερδοσκοπία των μονοπωλίων. Ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε κατά 19% από το 2021 έως το 2024, ενώ οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν κατά 9,4%. Παράλληλα, τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων συνεχίζουν να αυξάνονται, αποδεικνύοντας ότι η ακρίβεια είναι αποτέλεσμα των κερδοσκοπικών πολιτικών και όχι αποκλειστικά εξωτερικών παραγόντων, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή.

Ταυτόχρονα, βέβαια, το κράτος κατ’ επιταγή του κεφαλαίου συνεχίζει να στηρίζει τις τράπεζες και τους μονοπωλιακούς ομίλους αδιαφορώντας για τις πραγματικές ανάγκες του λαού. Στο ίδιο μήκος κύματος, δαπανώνται τεράστια ποσά για τα εξοπλιστικά τα οποία προορίζονται για να υπερασπιστούν τα συμφέροντα των ΗΠΑ ανά τον κόσμο ή να στηρίξουν την γενοκτονία του παλαιστινιακού λαού από το κράτος-δολοφόνο του Ισραήλ.

Τα στοιχεία αυτά σκιαγραφούν μια ζοφερή εικόνα, που αναδεικνύει την αδυναμία, ηθελημένη ή μη, του καπιταλιστικού τρόπου διαχείρισης της οικονομίας να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της φτώχειας. Οι βαθιές ανισότητες και ο κοινωνικός αποκλεισμός, δεν έρχονται τυχαία, αλλά αναπαράγονται στο πλαίσιο του τρέχοντος συστήματος με τις πολιτικές λιτότητας να διαιωνίζουν τον φαύλο κύκλο της φτώχειας. Οι πολιτικές αυτές, που προωθούν τη διάσωση των τραπεζών και την αύξηση της κερδοφορίας των κεφαλαιοκρατών, επιδεινώνουν το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Οι μνημονιακές δεσμεύσεις για την απελευθέρωση των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας και η διευκόλυνση των ξένων επενδυτών έχουν δημιουργήσει ένα περιβάλλον όπου τα λαϊκά σπίτια μετατρέπονται σε εμπόρευμα, και η στέγη σε προνόμιο των λίγων. Εν ολίγοις τα πράγματα είναι απλά: Φτωχαίνουν οι φτωχοί ώστε να πλουτίζουν οι πλούσιοι.

Η μοναδική απάντηση σε αυτή τη συνθήκη είναι η συλλογική οργάνωση της εργατικής τάξης. Η ταξική πάλη, μέσα από τα σωματεία και τις πολιτικές οργανώσεις, πρέπει να στοχεύσει την ανατροπή των καπιταλιστικών πολιτικών που ενισχύουν τις ανισότητες και καταδικάζουν τα λαϊκά νοικοκυριά σε συνθήκες φτώχειας. Η επιβίωση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων εξαρτάται από την οργανωμένη αντίσταση ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα που εξαθλιώνει τις ζωές μας. Ωστόσο, δεν πρέπει να υπάρχει καμία αυταπάτη ότι το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα εξανθρωπίζεται. Αντίθετα, μόνο η ριζική αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου με την διαχείριση των μέσων παραγωγής να γίνεται από τους ίδιους τους εργάτες και τις εργάτριες, μπορεί να εγγυηθεί την εξάλειψη των ανισοτήτων.