Θεσσαλονίκη, 30 Οκτωβρίου 1944: Η παραμελημένη απελευθέρωση…
Στις 30 Οκτωβρίου του 1944, ο ΕΛΑΣ απελευθερώνει τη Θεσσαλονίκη.
Ακολουθεί η εισήγηση της εκδήλωσης που είχε πραγματοποιηθεί με τη βοήθεια του ιστορικού Γιάννη Γκλαρνέτατζη το 2022 στον πολιτικό χώρο στη Γκαρμπολά 12 στη Θεσσαλονίκη, λίγους μήνες πριν την επίσημη λειτουργία του Διαρκούς Αγώνα για την ταξική απελευθέρωση:
“Καλησπέρα σε όλες και όλους,
ευχαριστούμε πολύ για την παρουσία σας σήμερα στον πολιτικό μας χώρο για μία εκδήλωση που έχει ιδιαίτερη σημασία.
Σήμερα με τη βοήθεια του Γιάννη, ο οποίος είναι άριστος γνώστης της επίσημης αλλά κυρίως της ανεπίσημης ιστορίας της πόλης, θα ταξιδέψουμε στον χρόνο και θα σταματήσουμε στη Θεσσαλονίκη του 1944.
Σήμερα με τη βοήθεια του Γιάννη, συγγραφέα των βιβλίων “Στιγμές Θεσσαλονίκης εαρινές, θερινές, χειμερινές”, θα μάθουμε για όλα όσα η επίσημη ιστορία συνεχίζει να αρνείται να καταγράψει στις σελίδες της σε σχέση με το τί συνέβη στην πόλη μας κατά τη διάρκεια της κατοχής αλλά και της απελευθέρωσής της.
Μια “παραμελημένη απελευθέρωση” όπως εύστοχα την είχε ονομάσει ο Γιάννης σε ένα άρθρο του ήδη από το 2012, μια “απελευθέρωση” που πέρασε και που συνεχίζει να περνάει από χίλια κύματα για το αν και πώς θα τιμάται από τους θεσμικούς φορείς της πόλης.
Αναφέρουμε χαρακτηριστικά, επειδή ακριβώς αντανακλά με σαφήνεια την θέση τοπικών και κεντρικών αρχών, πως ο πρώτος εορτασμός απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης από τους Ναζί, ύστερα από την είσοδο των ανταρτών του ΕΛΑΣ στην πόλη είχε πραγματοποιηθεί το, 39 χρόνια μετά τα γεγονότα, το 1983. Οι εκδηλώσεις τιμής και μνήμης είχαν συνεχιστεί έως το 1986, ενώ τα επόμενα χρόνια, το σημαντικό αυτό για την πόλη γεγονός τιμούνταν μόνο από τις αντιστασιακές οργανώσεις. Η επέτειος είχε διαγραφεί από το δημοτικό εορτολόγιο.
Χρειάστηκε να περάσουν άλλα 28 χρόνια για να παρθεί εκ νέου απόφαση εορτασμού της επετείου από τον δήμο Θεσσαλονίκης με μία απόφαση που δεν ψήφισε μόνο η παράταξη της Χρυσής Αυγής, ενώ η αναθηματική πλάκα που έχει στηθεί δίπλα στο Βασιλικό θέατρο στην παραλία, έχει γίνει, όχι λίγες φορές, στόχος ακροδεξιών.
Ποιες πτυχές όμως της απελευθέρωσης της πόλης είναι ικανές, ακόμα και πολλές δεκαετίες μετά, να ενοχλούν την αστική αφήγηση της ιστορίας, την αφήγηση της ιστορίας αυτών που, κατ’ ελάχιστο πολέμησαν στα χρόνια της κατοχής;
Αυτών που πήραν την εξουσία λίγους μήνες μετά με τη βοήθεια των Άγγλων ιμπεριαλιστών κι ενώ ο λαός της χώρας που είχε χύσει το αίμα του ζητούσε την περιβόητη λαοκρατία.
Αυτών που πυροδότησαν αμέσως μετά στη λευκή τρομοκρατία, που ξεκίνησαν άγριες διώξεις αγωνιστών της αντίστασης, αυτών που με τη βοήθεια των Αμερικάνω πλέον ιμπεριαλιστών που χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά τις βόμβες Ναπάλμ στον Γράμμο, έβαλαν ένα προσωρινό τέλος στα όνειρα των εργαζομένων, των αγροτών, του λαού αυτού του τόπου για έναν καλύτερο τέλος το 1949.
Η ερώτησή μας είναι ρητορική.
Όπως θα μας αναλύσει και ο Γιάννης, ήταν ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός, ο Ε.Λ.Α.Σ., γέννημα του – σκληραγωγημένου από δεκαετίες διώξεων και παράνομης δουλειάς – Κ.Κ.Ε. που αγκάλιασε τις μάζες της πόλης και της υπαίθρου μαζί με το ΕΑΜ, που οργάνωσαν την επιβίωση του λαού απέναντι στην πείνα, που οργάνωσαν την πάλη του λαού για λευτεριά, που έκαναν κτήμα της κοινωνικής πλειοψηφίας της εποχής πως λευτεριά με βασιλιά, πως λευτεριά με αστική τρομοκρατία, πως λευτεριά χωρίς ισότητα και κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο είναι λειψή.
Ήταν ο Ε.Λ.Α.Σ. που με το αίμα των μαχητών του τα προηγούμενα χρόνια κατάφερε να εκφράσει με μοναδικό τρόπο τη λαϊκή βούληση για αντίσταση και να είναι αυτός που θα μπει ως απελευθερωτής σε δεκάδες πόλεις και εκατοντάδες χωριά της Ελλάδας.
Υπάρχουν πολλές αποφάσεις ή και μη αποφάσεις που μπορούν να συζητηθούν αλλά και να γίνουν αντικείμενο γόνιμης κριτικής για το Κομμουνιστικό Κόμμα της εποχής, πολλά “αν” τα οποία έχουν κάθε λόγο να απαντηθούν από την ιστορία αλλά και από εμάς τους ίδιους, εφόσον είμαστε σήμερα εδώ για πολλούς περισσότερους λόγους από ένα αντικειμενικό ή ακαδημαϊκό ενδιαφέρον.
Αυτή η κουβέντα οφείλει να είναι διαρκής και βαθιά, έτσι ώστε να μας δίνει τη σωστή γραμμή πάλης για το σήμερα.
Σήμερα όμως, είμαστε εδώ, για να κάνουμε ένα συλλογικό πρώτο βήμα. Να μάθουμε και να κατανοήσουμε όλα όσα συνέβησαν στην πόλη μας πριν από 78 χρόνια, για το ποιοί ήταν αυτοί που συνεργάστηκαν με τους ΝΑΖΙ, ποιοι αφάνισαν τον Εβραϊκό πληθυσμό της πόλης, ποιοι ήταν οι ντόπιοι εκφραστές του φασισμού που στελέχωσαν τον κρατικό μηχανισμό και μετά την απελευθέρωση, αλλά και το ποιοι ήταν αυτοί που στις 2 το μεσημέρι της τριακοστής Οκτωβρίου του 1944, μετά από αιματηρές μάχες εκδίωξης των Ναζί αλλά και διάσωσης κομβικών, για την λειτουργία της πόλης, εγκαταστάσεων έγιναν δεκτοί στην πόλη ως απελευθερωτές και μέσα από τις συνοικίες της κατέκλυζαν το κέντρο.
Το κέντρο της Θεσσαλονίκης με τα πεινασμένα σώματα που συνοδεύονταν από χαμογελαστά πρόσωπα, το κέντρο της Θεσσαλονίκης με τις ροδοστολισμένες αντάρτισσες, το κέντρο της Θεσσαλονίκης με τις κόκκινες σημαίες στα μπαλκόνια και τις ιαχές του λαού της για τη λευτεριά, που τελικά δεν κράτησε και πολύ.
Κι όμως. Εκείνη η απελευθέρωση θα στοιχειώνει για πάντα την μνήμη αυτής της πόλης και θα συνεχίσει να περιπλανιέται σαν φάντασμα στους δρόμους της ξεκινώντας κάθε φορά τη διαδρομή της από την πλατεία Αγ. Σοφίας, από εκεί που ο Γιώργος Ιωάννου κατέγραφε:
«Εκεί κατέληγαν όλα τα αφρισμένα ποτάμια. Από την οδό Αγίας Σοφίας κατέβαιναν σαρώνοντας τις γειτονιές τα παιδιά του Κουλέ Καφέ, του Αγίου Παύλου, της Ακρόπολης, της Κασσάνδρου. Το Τσινάρι, Εσκί-Ντελίκ, Προφήτης Ηλίας, Διοικητήριο κατέβαιναν τη Βενιζέλου […] Από το Βαρδάρι πάλι ερχόταν ξυπόλυτη, ρακένδυτη, πειναλέα, σπαρταρώντας από ενθουσιασμό, η Ραμόνα, η Επτάλοφος, ο Παλιός Σταθμός, η Νεάπολη, η Σταυρούπολη, ενώ αντίθετα από τα ανατολικά κατέφθαναν μέσα στη σκόνη και τον αλαλαγμό με τρομπέτες, παντιέρες, λάβαρα και χωνιά η Τούμπα, η Αγία Φωτεινή, η Ευαγγελίστρια, η Τριανδρία, ακόμη και η μακρινή Καλαμαριά […]
Μια καθυστερημένη διαδήλωση πλησίαζε από τα βάθη της Εγνατίας, το ανταριασμένο Βαρδάρι. Θά ‘ταν καμιά διακοσαριά σκελετωμένοι και κουρελήδες. Έμοιαζαν κρατούμενοι από το στρατόπεδο του Παύλου Μελά. Κραύγαζαν ξέφρενα, φανατικά, κουνούσαν τη γροθιά με τόση ορμή που νόμιζες πως θα τους φύγει προς τον ουρανό το χέρι. Τεράστιες παντιέρες, ολοκόκκινες καμωμένες από αλεξίπτωτα γερμανικά χάιδευαν τα κουρεμένα κεφάλια».